Friday, February 26, 2010

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ

Και κάθε που βραδιάζει επιστρέφει ξανά, όπως το ήθελε ο ποιητής. Μόνον που δεν είναι ευτυχία. Δεν είναι πάθος, πόθος, προσδοκία. Είναι σκοτάδι...

Ανοίγεις διάπλατα τα παράθυρα, να μπει φρέσκος αέρας. Μάταιο...

Ορμά γυμνή η σκιά και κοπανιέται στους τοίχους, μετακινεί τα έπιπλα, αναποδογυρίζει τα κηροπήγια. Κάθεσαι ανήμπορος και περιμένεις...Η οργή της θα ξεθυμάνει κάποτε και τότε σα μικρή ερωμένη θα κουρνιάσει στο στήθος σου και θα χώσει το κεφαλάκι της στον κόρφο σου.

‘Δε σε κάλεσα’, λες βουρκώνοντας, την ώρα που το χέρι σου στοργικά χαϊδεύει τα μαλλιά της.

Εκείνη παραδομένη στη θαλπωρή της αγκαλιάς σου δεν έχει καιρό για εξηγήσεις. Είσαι δικός της και το ξέρει. Και το ξέρεις.

Γέρνεις το κεφάλι προς τα πίσω κι αφήνεις έναν πνιχτό αναστεναγμό. Με την άκρη της παλάμης σκουπίζεις την υποψία των δακρύων και ύστερα σκύβεις και της δίνεις ένα γλυκό φιλί στο μέτωπο...

Monday, February 8, 2010

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Να λοιπόν, που έπρεπε να έρθουν οι ατέρμονες βροχές για να σκύψουμε λίγο πάνω από τον πόνο μας. Ν’ απαλλαγούμε από την επιπόλαιη ανεμελιά της θερμόπληκτης ραστώνης μας.

Και δρασκελίζοντας μ’ ένα μεγάλο βήμα τον μαντρότοιχο της αισιοδοξίας να επιστρέψουμε γαλήνια παραδομένοι στον κήπο της απόγνωσης.

Μετά αρχίζει ο μεγάλος χειμώνας και όλα θα μπουν στη θέση τους. Παγωμένα και ακίνητα. Παρανοϊκά λευκά. Αβάσταχτα άδεια. Όπως κάποτε που συνειδητοποιούσαμε έντρομοι το μάταιο των αγώνων.

Και μάθαμε να ονομάζουμε διάψευση την εξωμοσία των ηρώων. Ανθρώπινη αδυναμία την εξαγορά των συνειδήσεων. Ανάγκη επιβίωσης τον μιθριδατισμό.

Και μάθαμε να κοιτάμε με προσποιητή ειρωνεία όσους αρνούνταν συμβιβασμούς και συνδιαλλαγές. Να κουνάμε με πλαστή αγανάκτηση το κεφάλι μας κάθε φορά που ακούγαμε για Λεωνίδες και Θερμοπύλες.

Και μέσα μας, εκεί που φλόγιζε η καρδιά και πύρωνε η συνείδηση, φροντίζαμε να φτυαρίζουμε σωρούς το χιόνι, για να σταματήσουν λίγο οι ερινύες το φτερούγισμά τους.

Κι έτσι, αφού μάθαμε να ζούμε κάθε μέρα σαν να ήμασταν νεκροί, τίποτα δεν μπορεί να μας κουνήσει από την αυτιστική μας μακαριότητα.

Μόνο όταν ξεχνιόμαστε, καμιά φορά, στην απουσία των μεγάλων κρύων και των βροχών, πιάνουμε τον εαυτό μας να ονειρεύεται, να σχεδιάζει, να χαλυβδώνει τη συνείδηση. Και γρήγορα – γρήγορα, προτού μας βρει κανένα κακό, ξορκίζουμε το αμάρτημα και ανοίγουμε διάπλατα την πόρτα στην παγωνιά της λογικής, κι έτσι σωζόμαστε.