Tuesday, January 25, 2011

Η 'Μάγισσα'

Κάθομαι στο γραφείο στη μικρή μου σοφίτα και κοιτάζω έξω την νυχτερινή πόλη. Πέφτει ένα συνεχές, αραιό ψιλοβρόχι και ένα πέπλο ομίχλης καλύπτει την ατμόσφαιρα. Προσπαθώντας μάταια να καλύψει και τους εφιάλτες μου. Είναι μια ολόιδια νύχτα σαν κι εκείνη που σημάδεψε τη ζωή μου.


Δίδασκα τότε, ως αναπληρωτής, σ’ ένα ορεινό χωριό, πολλά χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα. Οι κάτοικοι ήταν άνθρωποι ήσυχοι, φιλόξενοι, χωρατατζήδες, έξω καρδιά που λένε. Είχαν σε μεγάλη υπόληψη τους πρωτευουσιάνους και δη τους γραμματιζούμενους. Εγώ ως νέος δάσκαλος στο χωριό έχαιρα ιδιαίτερης εκτίμησης. Έκανα παρέα με όλους, νέους και γέρους. Τα απογεύματα έβγαινα στο καφενείο της πλατείας και καθόμουν λίγο στο ένα τραπέζι, λίγο στο άλλο ώστε να μη προσβάλλω κανένα. Πιο πολύ, όμως, μου άρεσε η συντροφιά του Αντώνη. Ένα νέο παλικάρι, κοντά στην ηλικία μου, γεμάτο ζωή, χαρά και αισιοδοξία. Μου άρεσε η συντροφιά του γιατί με αποσπούσε από τις δικές μου μίζερες και μαύρες σκέψεις και με γέμιζε με τη δική του δύναμη και όρεξη για τη ζωή.

Ο Αντώνης δούλευε στη γειτονική πόλη σε οικοδομές. Ήταν ψηλός και λόγω της εργασίας του εξαιρετικά γεροδεμένος. Ίσως φανταστεί κανείς ότι εξαιτίας της επαρχιώτικης καταγωγής του και της χειρωνακτικής εργασίας του ήταν ένας απλός χωρικός χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις και ανησυχίες. Κι όμως ο Αντώνης, χωρίς να έχει προκόψει ιδιαίτερα στα γράμματα –προφανώς λόγω των οικονομικών αναγκών της οικογένειάς του- ήταν ένα ανήσυχο άτομο. Του άρεσε να διαβάζει λογοτεχνικά και φιλοσοφικά βιβλία και μέσω της ενασχόλησης του με την ανάγνωση είχε αποκτήσει μια αξιόλογη παιδεία έτσι ώστε οι συζητήσεις μαζί του μόνο βαρετές δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Ήταν μόνος του στη ζωή καθώς είχε χάσει τους γονείς του σε παιδική ηλικία από κάποια πυρκαγιά που είχε καταστρέψει το χωριό. Ο ίδιος γλίτωσε από θαύμα και το μόνο ενθύμιο που είχε από τους δικούς του ήταν ένα μενταγιόν που απεικόνιζε μια γοργόνα. Του το είχε περάσει η μάνα του στον λαιμό λίγο καιρό πριν τον θάνατό της για να του φέρνει τύχη.

Μαζί συζητούσαμε ώρες ατελείωτες για το έργο του Μπόρχες και του Κάφκα, για τη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ και του Σαρτρ, για την ιδιαίτερη τέχνη του Μουνκ και του Έσερ. Κάθε μας συζήτηση ήταν μια αποκάλυψη και χαιρόμουν πολύ για τις αξιέπαινες ανησυχίες του συνομιλητή μου.

Όλα κυλούσαν ήσυχα στον ευλογημένο εκείνο τόπο ώσπου παρουσιάστηκε εκείνη.

Κανείς δεν ήταν σίγουρος από πού ήρθε. Άλλοι λέγανε από κάποιο μακρινό χωριό, άλλοι από την πρωτεύουσα, άλλοι πάλι από ξένο τόπο.


Ήταν πανέμορφη η Μαρκέλλα. Ψηλή, με πάλλευκη επιδερμίδα και ένα ολόισιο κατάμαυρο μαλλί που έφτανε μέχρι τη μέση της. Προκαλούσε το δέος και τον θαυμασμό όλων όσων την συναντούσαν, ωστόσο μιλούσε ελάχιστα, μόνο για τα απολύτως απαραίτητα, και τα μαύρα μάτια της είχαν μια περίεργη, απόκοσμη λάμψη ώστε κανείς να μη τολμά να την κοιτάξει κατάματα για πολύ ώρα.

Όταν την αντίκρισε ο Αντώνης έμεινε ενεός. Νομίζω ότι ήταν αυτό που λέμε κεραυνοβόλος έρωτας αφού από τότε δε σταμάταγε να μιλάει για κείνη και κάθε φορά που την αντίκριζε κάρφωνε το βλέμμα του πάνω της μαγεμένος και χανόταν στις δικές του ανομολόγητες σκέψεις. Στην αρχή τον πείραζα για τα συναισθήματα που του προκαλούσε αυτή η παράξενη κοπέλα, γρήγορα όμως κατάλαβα πως αυτό τον ενοχλούσε διότι δεν επρόκειτο για έναν απλό πόθο, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο· θαρρείς και στη μορφή της ενσαρκωνόταν όλα του τα όνειρα για τη ζωή.

Μέρα με τη μέρα τον έβλεπα να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στον έρωτά του για την Μαρκέλλα. Αραίωσε τις εμφανίσεις του στο καφενείο και όταν βρισκόμασταν μου μίλαγε μόνο γι αυτή και το πόσο μοναδική είναι. Προσπάθησε πολλές φορές να την προσεγγίσει, όμως εκείνη ήταν και προς αυτόν το ίδιο ψυχρή, τυπική και απόμακρη όσο και με όλους τους άλλους. Αποκλείεται να μην είχε καταλάβει τα συναισθήματα του Αντώνη διότι μια και μόνο ματιά στην έκφρασή του όταν την έβλεπε αρκούσε για να αποκαλύψει τη φλόγα που έκαιγε μέσα του για το πανέμορφο αλλά τόσο δυσπρόσιτο αυτό πλάσμα.


Κόντευε πρωτοχρονιά, τρεις μήνες μετά την άφιξη της Μαρκέλλας στο χωριό, όταν τον πέτυχα σε μια ερημική εξοχή να γράφει μανιωδώς σ’ ένα χαρτί. Στην πρώτη μου ερώτηση τι γράφει, αντέδρασε κάπως ενοχλημένος και έκρυψε τα χαρτιά του. Μετά όμως, σα να αναγνώρισε στο πρόσωπό μου τον καλό του φίλο, και να κατάλαβε ότι δεν χρειάζεται να κρύβεται από μένα μου εκμυστηρεύτηκε την αγωνία του.

Ήταν σχεδόν ένας μήνας τώρα που έγραφε ερωτικά ποιήματα για την Μαρκέλλα. Τη νύχτα, όταν ήταν σίγουρος πως κανείς δε θα τον έβλεπε, ανηφόριζε μέχρι το σπίτι της στο τέρμα σχεδόν του χωριού και τα πέταγε κάτω από την πόρτα της. Ανυπόγραφα. Δεν είχε τολμήσει να αποκαλύψει στο ερωτικό αντικείμενο του πόθου του ποιος ήταν ο μαγεμένος θαυμαστής της. Μιλήσαμε ώρα και μου εξήγησε ότι κάτι στο βλέμμα αυτής της κοπέλας τον απέτρεπε από το να εκφράσει ανοιχτά τον έρωτά του.

Τον παρότρυνα λέγοντάς του ότι είναι πανέμορφο παλικάρι, ότι αποκλείεται να την αφήσει ασυγκίνητη, και ότι στο κάτω της γραφής δεν μπορούσε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του γράφοντας και στέλνοντας ανώνυμα ποιήματα και λιώνοντας από τον πόθο του για μια γυναίκα. Ας της μιλούσε και αν τον απέρριπτε τουλάχιστον θα το έπαιρνε απόφαση και θα το ξεπερνούσε. Συμφώνησε μαζί μου και αποφάσισε ότι την επόμενη νύχτα, αντί να ρίξει το καθημερινό του σημείωμα θα χτυπούσε την πόρτα της Μαρκέλλας, και ευγενικά αλλά με θάρρος θα της αποκάλυπτε τον έρωτά του.

Μου ζήτησε τη συμπαράστασή μου, έτσι το επόμενο βράδυ, όταν όλο το χωριό είχε κοιμηθεί ξεκινήσαμε παρέα για το απόμακρο σπίτι της Μαρκέλλας. Έριχνε από νωρίς ένα αραιό, αλλά συνεχές ψιλοβρόχι, όπως τώρα, και προχωρούσαμε αμίλητοι , δίπλα- δίπλα βυθισμένοι στις σκέψεις μας. Εκείνος σκεφτόταν τον σκοτεινό του άγγελο, κι εγώ τη σκοτεινή μου ζωή, τον επόμενο χειμώνα που θα έπρεπε να τον περάσω στην Αθήνα.

Όταν φτάσαμε επιτέλους έξω από την αυλή της, του έσφιξα το μπράτσο και του είπα να μη δειλιάσει. Τα μάτια του έλαμπαν κι αυτό με έκανε να καταλάβω πως εκείνη τη στιγμή ήταν δυνατός και αγέρωχος όσο όταν τον είχα γνωρίσει. Όλοι του οι φόβοι, οι δισταγμοί, οι ενδοιασμοί είχαν φύγει και μια φωτεινή σιγουριά γαλήνευε το πρόσωπό του. Τον ρώτησα αν ήθελε να τον περιμένω. Μου είπε γελώντας ότι δεν υπήρχε λόγος να μείνω όλη τη νύχτα έξω με αυτή την βροχή και μου έκλεισε πονηρά το μάτι. Χαμογέλασα και τον αγκάλιασα εγκάρδια.

Τον παρακολούθησα να κατευθύνεται με αποφασιστικότητα προς το κατώφλι της Μαρκέλλας. Στάθηκε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και χτύπησε ήρεμα, αλλά δυνατά την πόρτα. Η πόρτα άνοιξε, ένα μουντό φως, φως κεριών φώτισε το κατώφλι. Δεν διέκρινα εκείνη. Εκείνος μπήκε και η πόρτα έκλεισε.

Έστριψα ένα τσιγάρο και το κάπνισα αργά, απολαυστικά κάτω από τη φυλλωσιά ενός πλατάνου που με προστάτευε -κατά το δυνατόν- από τη βροχή. Από το σπίτι της Μαρκέλλας δεν ακουγόταν το παραμικρό. Έσβησα το τσιγάρο και πήρα τον δρόμο πίσω για το σπίτι μου. Η κούραση της ημέρας και η ένταση της νύχτας δε μου άφησε περιθώρια για πολλές σκέψεις πλάγιασα δίπλα στη ζεστασιά της ξυλόσομπας και αποκοιμήθηκα.


Κοιμήθηκα βαθιά, ασυνήθιστα βαριά. Ξύπνησα απότομα από βίαια χτυπήματα στην πόρτα μου. Αλλόφρονες χωρικοί, φώναζαν και χειρονομούσαν με ένταση. Μιλούσαν ή μάλλον έσκουζαν όλοι μαζί έντρομοι. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Μόνο ότι επρόκειτο για τον Αντώνη. Ντύθηκα βιαστικά και βγήκα μαζί τους στον δρόμο. Με οδηγούσαν, σχεδόν με έσερναν, προς την πλατεία του χωριού. Κάτω από το μεγάλο γέρικο πεύκο διέκρινα τον Αντώνη, ημίγυμνο, κουλουριασμένο σε εμβρυακή στάση. Έτρεξα πανικόβλητος κοντά του. Ήταν κάθιδρος κι έτρεμε σα να είχε πυρετό. Από τα μισάνοιχτα χείλη του έτρεχε αφρισμένο σάλιο και τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα, γεμάτα τρόμο, λες και είχε συναντήσει τον πιο αποτρόπαιο δαίμονα.

Προσπάθησα να τον συνεφέρω, με απαλά χτυπήματα στα μάγουλα. Του μίλαγα και τον ρωτούσα τι συνέβη, μα εκείνος απαντούσε με κάτι ασυνάρτητες, άναρθρες κραυγές, με ψευδίσματα και ακατάληπτους ήχους. Άρπαξα το πρόσωπό του στα χέρια μου και το έστρεψα έτσι ώστε να συναντήσω απευθείας τα μάτια του.

‘Τι έγινε, Αντώνη;’

‘Μακριά…μακριά…’ ήταν οι μόνες λέξεις που κατάφερα να ξεδιαλύνω από το παραλήρημά του.

Οι συγχωριανοί του με τράβηξαν βιαία και με ρώτησαν τι συνέβη. Δεν ήθελα να τους πω. Αλλά ήταν τέτοια η πίεσή τους που αναγκάστηκα να τους διηγηθώ ότι ήξερα για το προηγούμενο βράδυ. Μόλις άκουσαν την ιστορία μου, έτρεξαν όλοι μαζί κατά το σπίτι της Μαρκέλλας. Γύρισα να δω τον Αντώνη. Είχε γίνει άφαντος. Με όση δύναμη είχα έτρεξα πίσω από τους αλαφιασμένους χωρικούς. Φοβόμουν για κάτι χειρότερο που μας απειλούσε.

Ένα τσούρμο από δαύτους στέκονταν έξω από την πόρτα της και τη βροντούσαν με πάταγο. Η πόρτα δεν άνοιγε. Τότε δυο γεροδεμένοι άντρες έπεσαν με ορμή πάνω της και την έσπασαν. Έτρεξα γρήγορα να προλάβω το κακό. Όμως το σπίτι ήταν έρημο. Καμιά ένδειξη παρουσίας. Η φωτιά τρεμόπαιζε στο τζάκι, έτοιμη να σβήσει. Στο τραπέζι, στο κέντρο του μοναδικού δωματίου του σπιτιού, ένα κερί από ώρα σβησμένο κι ένα ανοιχτό βιβλίο. Γύρω στους τοίχους ράφια γεμάτα βιβλία. Πλησίασα. Παράξενα βιβλία. Γραμμένα σε μια γλώσσα αλλόκοτη. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω με καμιά γνώση μου την προέλευση της. Κοίταζα μια-μια τις ράχες τους και μου φαινόταν σαν σκόρπια σύμβολα ατάκτως ερριμένα. Κανένα νόημα.

‘Δάσκαλε’ φώναξε κάποιος. ‘Κοίτα εδώ. Τι είναι αυτό;’

Η σελίδα του ανοιχτού βιβλίου πάνω στο τραπέζι ήταν άλλη μια τρομακτική έκπληξη. Μια μεγάλη φωτογραφία ενός αποκρυφιστικού συμβόλου κι από κάτω κάτι γραμμένο στην ίδια αλλόκοτη, άγνωστη σε μένα γλώσσα.

‘Μάγισσα! Μάγισσα!’, φώναζε το αλαφιασμένο πλήθος. Ξεχύθηκαν έξω στους μικρούς δρόμους του χωριού εξαγριωμένοι. Έψαξαν μέρες για την Μαρκέλλα. Είχε εξαφανιστεί. Το ίδιο και ο Αντώνης. Εγώ έψαχνα για τον φίλο μου. Αδιαφορούσα για την ‘μάγισσα’. Πήγα σε κάθε πιθανό μέρος. Σε κάθε προσωπική του ερημιά. Όπου ήξερα ότι του άρεσε να απομονώνεται. Πουθενά.

Κι όμως. Σε μένα έλαχε, και πάλι ο κλήρος να τον ανακαλύψω. Ήταν 7 ημέρες μετά τα συμβάντα. Περπατούσα μόνος στο μονοπάτι που οδηγούσε στην κορυφή του βουνού. Οι χωρικοί είχαν αλλάξει στάση. Δεν ήταν πια εγκάρδιοι και φιλικοί μαζί μου. Όταν εμφανιζόμουν στο καφενείο, έβλεπα την ενόχληση και την απέχθεια στο πρόσωπό τους. Με απέφευγαν και όταν τους χαιρετούσα εκείνοι απευθύνονταν στον διπλανό τους για να μιλήσουν τάχα για κάποιο πρόβλημα στα χωράφια τους, λες και μόλις τότε το είχαν ανακαλύψει. Μετά από δυο-τρεις τέτοιες προσπάθειες σταμάτησα να κατεβαίνω στην πλατεία. Έπαιρνα τις ερημιές. Αφενός έχοντας μια κρυφή ελπίδα ότι θα εντόπιζα τον Αντώνη. Αφετέρου γιατί δεν άντεχα τα καχύποπτα βλέμματα και την εχθρότητα των πρώην φίλων.


Υπήρχε μια στροφή στο μονοπάτι για το βουνό όπου ο δρόμος σχεδόν χανόταν. Με δυσκολία ένας άνθρωπος μπορούσε να περάσει ανάμεσα στα βράχια και μια όχι ιδιαίτερα βαθιά, αλλά σίγουρα απόκρημνη και επικίνδυνη χαράδρα απλωνόταν από κάτω. Κοίταξα με δέος στο βάθος της και διέκρινα με δυσκολία, μια σκούρα ογκώδη μάζα. Κατέβηκα με ιδιαίτερη προσπάθεια και προσοχή τα άγρια βράχια, στηριζόμενος σε ακανθώδεις θάμνους και πέτρες. Πλησίασα και διαπίστωσα πως επρόκειτο για ένα ακίνητο ανθρώπινο σώμα. Η πλάτη του ήταν γυρισμένη προς το μέρος μου. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Με υπεράνθρωπη προσπάθεια νίκησα τον φόβο μου, έπιασα το χέρι του και γύρισα το σώμα προς το μέρος μου. Τα νεκρά μάτια του Αντώνη καρφώθηκαν στα δικά μου. Γεμάτα ακόμη με τον ίδιο άφατο τρόμο, όπως τότε που τα αντίκρισα κάτω από το γέρικο πεύκο της πλατείας εκείνο το μοιραίο πρωινό.

Ο παπάς δεν δέχτηκε να τον θάψει στο κοιμητήριο της εκκλησίας. Τον παραχώσαμε σε μια γωνιά έξω από τον περίβολο του νεκροταφείου. Στην κηδεία δώσαμε το παρών μόνον εγώ, ο νεκροθάφτης, που για ένα φλασκί τσίπουρο δεν είχε αντίρρηση να κάνει ό,τι του ζητούσα, και ο γιατρός από τη διπλανή κωμόπολη τον οποίο φώναξα για να διαπιστώσει τον θάνατό του.

Κανείς από το χωριό, κανείς από τους ανθρώπους που τόσο αγάπησαν κάποτε τον Αντώνη, δεν δέχτηκε να παραστεί στην ιδιωτική και τόσο θλιβερή κηδεία του. Όλοι φοβόντουσαν ότι η μάγισσα τον είχε βρικολακιάσει. Η σωρός του ήταν ανίερη και αποκρουστική. Και μόνον το γεγονός ότι ήταν θαμμένος εκεί κοντά τους προκαλούσε τρόμο και με πολύ μεγάλη δυσκολία και απειλές για προσφυγή στη δικαιοσύνη κατάφερα να αποσπάσω τη συναίνεσή τους για την ταφή. Το μόνο κτέρισμα που τον συνόδευσε στην αιώνια κατοικία του ήταν το αγαπημένο του μενταγιόν με τη γοργόνα, που του είχε χαρίσει η μακαρίτισσα η μάνα του. Το μόνο εφόδιο του για το ταξίδι…

Το καλοκαίρι έληξε η σύμβασή μου ως αναπληρωτή. Έφυγα από το χωριό. Κανείς δε με αποχαιρέτησε. Κανείς δε μου μιλούσε από τη μέρα των τραγικών γεγονότων. Ακόμη και τα παιδιά στην τάξη έδειχναν φοβισμένα και επιφυλακτικά. Ακόμη δεν έχω καταλάβει πως εκείνος ο παράδεισος, μέσα σε μια νύχτα μετατράπηκε σε κόλαση.


Πέρασαν επτά χρόνια από τότε. Δεν μπόρεσα ποτέ να ξεχάσω αυτή την αλλόκοτη ιστορία. Εφιάλτες στοίχειωναν τον ύπνο μου και μια ανεκπλήρωτη υποχρέωση προς τον Αντώνη δε μ’ άφηνε να ησυχάσω. Ένοιωθα υπεύθυνος για τον θάνατό του και δεν μπορούσα να το ξεπεράσω. Το φθινόπωρο που μας πέρασε έλαβα τις αποφάσεις μου.

Σηκώθηκα νωρίς το πρώτο Σάββατο του Οκτώβρη . Πήρα το πρωινό ΚΤΕΛ. Ύστερα από εφτά ώρες δρόμο έφτασα στην επαρχιακή πόλη. Μετά το τοπικό λεωφορείο, άλλη μια ώρα για το χωριό. Ήταν σούρουπο όταν αποβιβάστηκα στην πλατεία. Όλοι ήταν στο μοναδικό καφενείο. Ανέμελοι έπιναν τσίπουρα, έπαιζαν χαρτιά και τάβλι και έλεγαν χωρατά και κουτσομπολιά.

Όταν εμφανίστηκα μπροστά τους κοκάλωσαν. Κάθε συζήτηση διεκόπη. Όλοι είχαν καρφώσει το βλέμμα τους πάνω μου σα να έβλεπαν έναν παλιό εφιάλτη.

‘Μη με κοιτάτε, έτσι’ φώναξα. ‘Για εκείνον γύρισα. Ήρθα να τον βγάλω’…

Σα να μη με είχαν ακούσει καθόλου γύρισαν τις πλάτες και συνέχισαν τις ασχολίες και τις συζητήσεις τους από εκεί που τις είχαν διακόψει. Στεκόμουν απελπισμένος μπροστά στοπ καφενείο, αλλά κανείς δε με κοιτούσε. Κανείς δε μου έδινε σημασία. Λες και δεν υπήρχα. Λες και δεν είχα σώμα, φωνή, ύπαρξη. Ένα φάντασμα που δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτό από κανένα.

Κοιμήθηκα λίγες ώρες και ανήσυχα στην αυλή του ερειπωμένου πια σπιτιού, εκεί όπου κάποτε έμενε η Μαρκέλλα. Εκεί όπου ξεροστάλιαζε ο Αντώνης πριν και αφού ρίξει τα ανώνυμα ποιήματά του κάτω από την πόρτα της. Χιλιάδες δαίμονες στοίχειωσαν τη νύχτα μου. Αχάραγα σηκώθηκα και τράβηξα για το σπίτι του νεκροθάφτη. Έχοντας υπόψη την αδυναμία του, είχα στην τσέπη ένα φλασκί τσίπουρο. Χτύπησα. Η ποντικίσια μορφή του εμφανίστηκε στην πόρτα.

‘Ήρθα για να τον βγάλουμε’ του είπα και πρότεινα το χέρι μου με το τσίπουρο.

Με κοίταξε σκοτεινά. Πήρε το φλασκί ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Μπήκε για λίγο στο σπίτι και εμφανίστηκε ξανά ύστερα από λίγο με το φτυάρι του στο χέρι.


Δεν ήταν πολύ βαθιά χωμένος ο Αντώνης. Σε λίγα λεπτά ακούστηκε ο κτύπος του φτυαριού πάνω στην φτωχική, σάπια κάσα. Ο νεκροθάφτης καθάρισε τα χώματα και ανέβηκε. Κατέβασε άλλη μια μεγάλη γουλιά αλκοόλ και ύστερα μου έδειξε τον τάφο σιωπηλά. Η υπόδειξη ήταν σαφής. Εγώ έπρεπε να ανοίξω το φέρετρο.

Πλησίασα διστακτικά. Κατέβηκα στο ρηχό σκάμμα. Τράβηξα το σάπιο, σκουληκιασμένο καπάκι. Ξεκαρφώθηκε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Το πέταξα πίσω. Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα.

Μέσα δεν αντίκρισα παρά μόνον ένα μαυρισμένο, γλιτσιασμένο μενταγιόν με τη μορφή μιας γοργόνας.

Saturday, January 8, 2011

ΑΔΕΙΕΣ ΜΕΡΕΣ


Κάθε πρωί είναι η πρώτη μέρα της καινούργιας σου ζωής. Σηκώνεσαι όσο νωρίτερα μπορείς να αδράξεις την πρωινή αύρα.
Η σκιά σε τραβάει από το πόδι πίσω στα σκεπάσματα. Σου ψιθυρίζει σκοτεινές συμβουλές στ’ αυτί:
‘Που πας; Μείνε. Γιατί να ξυπνήσεις σήμερα;’
Κοιτάς από το παράθυρο τη μουντή μέρα. Βρέχει και κάνει κρύο και καταλαβαίνεις ότι είναι κάτι εκεί έξω που σε απειλεί. Ανακατεύεις αδιάφορα τον ζεστό καφέ και ανάβεις τσιγάρο.
Οι αναμνήσεις ξεθωριάζουν σαν παλιές φωτογραφίες και δεν είσαι σίγουρος πια αν υπήρξες πριν, αν γεννήθηκες σήμερα ή αν είσαι ακόμη στη μήτρα και όλα τούτα δεν είναι πάρα ένα όνειρο.
Έξω η πόλη ξυπνάει με θόρυβο, αλλά δε σε νοιάζει γιατί δεν υπάρχει τίποτα δικό σου. Τίποτα να σε περιμένει. Ούτε μια καλή ή μια κακή στιγμή.
Ένα μόνιμο λυκόφως όπου διακρίνεις σκιές και περιγράμματα ποτέ όμως ξεκάθαρα πρόσωπα, πράγματα χαρακτηριστικά.
Το ράδιο παίζει τα ίδια χιλιοακουσμένα τραγούδια, που κάποτε σου άρεσαν, αλλά τώρα τα βρίσκεις αφόρητα βαρετά. Κλείνεις το ράδιο. Η σιωπή εκκωφαντική. Ο ήχος της χτυπάει σαν κομπρεσέρ τα μηλίγγια σου.
Αρνείσαι να κάνεις οτιδήποτε. Αρνείσαι ότι υπάρχεις. Δεν μπορεί… όλα είναι ένας εφιάλτης. Σε λίγο θα ξυπνήσεις και όλα αυτά θα έχουν διαλυθεί. Μια νέα ηλιόλουστη μέρα θα σε περιμένει, γεμάτη νέες συγκινήσεις, καλές και κακές στιγμές, καινούργια τραγούδια, έρωτες, ευκαιρίες…
Κάθε πρωί είναι η πρώτη μέρα της καινούργιας σου ζωής. Σηκώνεσαι όσο νωρίτερα μπορείς να αδράξεις την πρωινή αύρα.
Η σκιά είναι δίπλα σου. Σε αγκαλιάζει τρυφερά και ψιθυρίζει στο αυτί σου λυτρωτικές συμβουλές: ‘Πού πας; Μείνε στην αγκαλιά μου. Γιατί να ξυπνήσεις σήμερα; Γιατί καν να ξυπνήσεις ξανά;’…