Friday, May 4, 2007

ΔΟΚΙΜΙΟ ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ

β. Τα συναισθήματά μου

Πάντα πίστευα ότι τα συναισθήματα είναι το σπουδαιότερο κομμάτι της ψυχής του ανθρώπου και συνάμα το πιο καταπιεσμένο. Γιατί αυτός συνήθως λειτουργεί βάσει της λογικής χάριν της οποίας υποκρίνεται, προσποιείται και συμβιβάζεται. Φοβάται για παράδειγμα να δείξει την αντιπάθεια, πολύ δε περισσότερο το μίσος του στο πρόσωπο που τυχόν τον προκαλεί σκεπτόμενος τις συνέπειες της πράξης του. Δεν επιτρέπεται να αντιπαθεί ένα συγγενή (όταν μάλιστα εκείνος βρίσκεται σε μια υψηλότερη κοινωνική βαθμίδα από τον ίδιο), διότι όχι μόνον θα χαρακτηρισθεί αρνητικά από τον περίγυρό του, αλλά ίσως κάποια στιγμή να χρειαστεί την βοήθεια του στον κοινωνικό ή επαγγελματικό στίβο για αυτό που συνήθως χαρακτηρίζουμε ρουσφέτι ή – ευγενικότερα – «χέρι βοήθειας». Έτσι ντύνεται ένα πλατύ χαμόγελο, το χαμόγελο της οχιάς, και υποκρίνεται, ώσπου να του δοθεί η κατάλληλη ευκαιρία για να «τακτοποιήσει» τον αντιπαθή χωρίς να φανεί και φυσικά χωρίς να του δημιουργηθούν τα λεγόμενα «προβλήματα συνείδησης».
Δεν σκοπεύω φυσικά, να υποκριθώ ότι δεν έχω βρεθεί σε μια παρόμοια κατάσταση και όχι άπαξ. Προσποιήθηκα κι εγώ τον ρόλο του καλού συγγενή, φίλου, συνανθρώπου γιατί δεν είχα το κουράγιο να αντιδράσω με τον τρόπο που ήθελα. Όμως ποτέ δεν χτύπησα ύπουλα κανένα ακόμη κι όταν δέχτηκα τέτοια χτυπήματα «κάτω απ’ τη ζώνη».
Υπάρχουν άνθρωποι που μισώ θανάσιμα. Που θα ήθελα να τους προξενήσω μεγάλο κακό. Όπως ένα γέρο λιγδιάρη, καμπουρωτό με μαγκουρίτσα και βρωμερή ανάσα που με σπρώχνει στο λεωφορείο μεταδίδοντάς μου το άγχος του επικείμενου τέλους του μαζί με τις ψείρες του παλτό και των λιγοστών μαλλιών του. Ω, πόσο θα’ θελα – και το λέω με όλη τη μνησικακία και την χαιρεκακία μου – να κλωτσήσω την μαγκούρα του ώστε να σωριαστεί χάμου κι εγώ από πάνω του να γελάω. Και θα το έκανα αν δεν υπήρχαν οι γνωστές συνέπειες. Κι εγώ σιχαίνομαι τη δημοσιότητα και – κυρίως – βαριέμαι τα τρεχάματα. Και μη μου πει κανείς ότι θα επρόκειτο για ύπουλο ή αναίτιο χτύπημα σε ανήμπορο άνθρωπο. Ύπουλο δεν θα ήταν εκ των πραγμάτων: δεν θα το έκανα πίσω από την πλάτη του. Αναίτιο σίγουρα δεν θα ήταν διότι αυτός ο άνθρωπος εδώ και χρόνια μου μεταδίδει τις ασθένειές του και τα μικρόβιά του. Κι όσο πάλι για το «ανήμπορος» πραγματικά αδιαφορώ. Ούτε εκείνος θα δίσταζε να με χτυπήσει αν εγώ ήμουν ο «ανήμπορος».
Πάντως στις περιπτώσεις του συμβιβασμού μου αισθάνομαι πολύ άσχημα, έχω τύψεις. Γι αυτό και τελευταία τ’ αποφεύγω και συνήθως φτύνω κατάμουτρα όσους μ’ ενοχλούν. Μ’ αυτό που μ’ αρέσει περισσότερο είναι η ώρα της εκδίκησης. Υπάρχουν δυο απόψεις για την εκδίκηση. Μερικοί λένε πως η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που σερβίρεται πάντα κρύο. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι η εκδίκηση πρέπει να είναι άμεση. Και οι δυο απόψεις, πιστεύω είναι σωστές ανάλογα με την περίπτωση. Σίγουρα υπάρχουν στιγμές που η εκδίκηση πρέπει να είναι ακαριαία έστω κι αν οδηγήσει σε σφάλματα.
Φαντάζομαι ήδη πως μερικοί αναγνώστες θα κουνάνε με αγανάκτηση το κεφάλι. Πού είναι ο ανθρωπισμός μου, η καλοσύνη μου, η αγάπη μου; Έ, λοιπόν δεν έχω. Δεν είχα ποτέ μου, αλλά πιστεύετε τάχα ότι έχετε εσείς.
Εγώ ξέρω να μισώ. Άρα ξέρω και ν’ αγαπώ. Πολλούς ακούω τελευταία να μιλάνε για αγάπη, για ειρήνη, για καλοσύνη. Πώς μπορείς να αγαπήσεις αν δεν ξέρεις να μισείς; Πώς θα απολαύσεις την ειρήνη αν δεν έχεις πολεμήσει; Πώς θα νοιώσεις καλοσύνη για κάποιον αν δεν έχεις νοιώσει ποτέ κακία.
Βέβαια δεν έχω εισπράξει ποτέ αγάπη. Όχι τουλάχιστον από τους φίλους, τους συντρόφους, τις παρδαλές γυναίκες με την συμπεριφορά της πόρνης και την αναζήτηση του αγοραίου έρωτα. Όμως υπάρχουν πράγματα στη ζωή που γεννιώνται μαζί μας και ίσως δεν πεθαίνουν με μας.
Έτσι μπορώ, ξέρω να προσφέρω αγάπη σε όποιον την αξίζει. Το τραγικό είναι πως κανείς δεν τη χρειάζεται. Κανείς δεν τη θέλει. Κανείς δεν τη ζητά. Βαθιά μέσα του, στα μύχια της ψυχής του, κάθε άνθρωπος προτιμά να τον μισούν και να τον φοβούνται παρά να τον αγαπούν και να τον εκτιμούν, να του μιλούν, όμως ειλικρινά όσο σκληρό κι αν είναι αυτό.
Αν, λοιπόν, κανείς δεν έχει ανάγκη την αγάπη μου, εγώ μπορώ, αβασάνιστα να του χαρίσω το μίσος μου. Ακόμη, ακόμη και την αδιαφορία μου, που ίσως πρόσκαιρα να μην ενοχλεί, δεν αποκλείεται όμως να έρθει καιρός που θα είναι πολλαπλάσια οδυνηρή απ’ το μίσος όλων των ανθρώπων μαζί. Και πραγματικά το εύχομαι.