Wednesday, October 28, 2009

Βροχή


Τα βροχερά σαββατιάτικα πρωινά είναι τα πιο ωραία για περίπατο. Δημιουργήθηκαν θαρρείς, για να μπορείς να περπατάς νωχελικά στους βρεγμένους δρόμους, ανάμεσα στο απρόσωπο πλήθος που αλαφιασμένο τρέχει να προλάβει τα ψώνια και ν’ αποφύγει τη βροχή.
Ανοίγουν τις ομπρέλες, φοράνε κάτι γελοίες κουκούλες, φανταχτερά αδιάβροχα και ξεχύνονται στην πόλη με το πανικόβλητο, αγχωμένο βλέμμα τους που προκαλεί λύπηση.
Ενίοτε σε κοιτάνε σαν κάτι αξιοπερίεργο, έτσι που αδιαφορείς για τα ρούχα σου που βρέχονται, για τα μουσκεμένα μαλλιά σου, για τα ρυάκια του νερού που τρέχουν από το μέτωπο κατεβαίνοντας στον λαιμό και χώνονται κάτω από τη μπλούζα σου.
Οι βιτρίνες των καταστημάτων λάμπουν από τα νέα εμπορεύματα, αλλά συνήθως το μάτι σου πηγαίνει πιο μέσα, στα πιο μικρά, στα καταφρονεμένα, στα μικροπράγματα εκείνα που λόγω της χαμηλής αξίας τους δεν έτυχαν ευμενούς μεταχείρισης και ικανής προβολής. Είναι κάποια τέτοια πραγματάκια που έχουν τη δύναμη να σε συγκινήσουν όπως ένας φτηνός χαρτοκόπτης με την πολύχρωμη λαβή του, ένα πανέμορφο βάζο από ευτελές υλικό, ένα ζευγάρι υγρά και ανικανοποίητα μάτια που σε κοιτάνε ντροπαλά μέσα από τη βιτρίνα, πάλι και πάλι, και μόλις τα κοιτάξεις κι εσύ χαμηλώνουν και χάνονται στην αντανάκλαση του τζαμιού.
Μετά σηκώνεις το βλέμμα. Ο ουρανός είναι σκοτεινός και οι σταγόνες της βροχής σε τρυπάνε. Ανοίγεις ελαφρά τα χείλη σαν να θες να ξεδιψάσεις. Σα να περιπλανιέσαι μέρες στην έρημο χωρίς νερό και τώρα δε χορταίνεις το δώρο...
Κοιτάς για άλλη μια φορά τα μελαγχολικά μάτια και παίρνεις αργά και δύσθυμα τον δρόμο της επιστροφής.
Και μέσα σου δίνεις υποσχέσεις, πως θα ξαναέρθεις εδώ, θα ξανασταθείς σ’ αυτή τη βιτρίνα, ίσως το επόμενο βροχερό Σάββατο, ίσως ένα θλιβερό απόγευμα που η ψυχή σου θα χρειάζεται περιπλάνηση.
Και ξέρεις ότι είπες όλα αυτά τα ψέματα για να παρηγορηθείς, για να απαλλαγείς από την αβάστακτη πίκρα σου, που άφησες για ακόμη μια φορά τη ζωή να σου ξεφύγει...

Saturday, October 24, 2009

Στη νύχτα

Πρέπει να μαζεύουμε υπογραφές, μου έλεγε ο Άγγελος.

Το νιώθεις στην ατμόσφαιρα...στα όνειρά σου. Στο ξεχασμένο ξεκρέμαστο ακουστικό του τηλεφώνου που βουίζει τέλος...

Αν σηκωθείς; Δεν μπορεί θα υπάρχει διέξοδος
Τίποτα φίλε μου...σκοτάδι

Καθόμουνα λοιπόν κι άκουγα τις συκοφαντίες του κόσμου...Όπως μου τα μεταφέρανε λίγοι καλοί φίλοι...Μυστικά...Εμπιστευτικά...

Τα φώτα των αυτοκινήτων εκτυφλωτικά...η νύχτα σκοτεινή.

Εγώ θα σηκωθώ, Άγγελε...
Δεν είδες τη λευκή σελίδα; Όλα χαθήκανε πια...

Κοίταξα πίσω και κατάλαβα. Όλα έπαιρναν μια άτροπο κατεύθυνση. Έχει δίκιο ο Άγγελος.
Οι πολιτικοί, όπως πάντα, στα μπαλκόνια μοίραζαν τις υποσχέσεις τους. Οι γελωτοποιοί έκαναν απίθανα νούμερα στις πλατείες.
Είδα το μαύρο βλέμμα στο ρυτιδιασμένο του πρόσωπο...

Μάζεψε τα Άρη. Φεύγουμε...
Ένα λεπτό...ένα λεπτό μόνο, φίλε μου...να πάρω ένα πανωφόρι...