Tuesday, November 8, 2011

Habemus Papam


Έληξε ‘επιτυχώς’, το –κατά τα ΜΜΕ- ‘συγκλονιστικό θρίλερ’ του σαββατοκύριακου. Επιτέλους –όπως αναφώνησε και μεγάλης κυκλοφορίας (και γνωστών συμφερόντων) εφημερίς- έχουμε συναίνεση!!! Έχουμε κυβέρνηση (ωσάν όλον αυτόν τον καιρό να μην είχαμε), έχουμε Πρωθυπουργό!!!

Επιτέλους –συμφωνώ- τα σχέδια της διεθνούς συμμορίας των καπιταλιστικών κτηνών επέτυχαν την πλήρη υποδούλωση της Ελλάδας.

Η αλήθεια είναι ότι καθυστερήσαμε όπως μας κατηγόρησαν οι Ευρωπαίοι φίλοι μας. Καθυστερήσαμε να υποταχτούμε και –το ακούσαμε κι αυτό!- οι αγορές δεν μπορούν να μας περιμένουν! Η κυνική άμα και τραγική παραδοχή (και μάλιστα δια πράξεων) των πολιτικών μας ‘ταγών’ ότι η οικονομία κυβερνά και όχι η πολιτική, ήρθε ως επισφράγισμα μιας εποχής όπου ο ιμπεριαλιστικός οικονομισμός επικράτησε του ανθρωπισμού και το ιδιωτικό συμφέρον κατατρόπωσε την κοινωνική αλληλεγγύη. Ακόμη και στο πρόσωπο που από κοινού επέλεξαν για νέο πρωθυπουργό αντανακλάται –τόσο σε συμβολικό επίπεδο όσο και ουσιαστικά- η άνευ όρων συνθηκολόγηση της πολιτικής σκέψης και πράξης. ‘O tempora! O mores!’ όπως θα αναφωνούσε ο Κικέρων. Ωστόσο η φρικιαστική αυτή παραδοχή δεν είναι απλά ένα σύμπτωμα των καιρών, αλλά η μεθοδευμένη και στοχευμένη υπερδεκαετής προσπάθεια της διεθνούς οικονομικής ελίτ να κυριαρχήσει πάνω σε λαούς, κυβερνήσεις, κράτη. Ασφαλώς στην δραματική αυτή κατάληξη αναγνωρίζεται τεράστια η ευθύνη των λαών και επί του προκειμένου του ελληνικού, που παρά τα διακόσια σχεδόν χρόνια της νεώτερης ιστορίας του δεν κατάφερε ποτέ να συνειδητοποιήσει την έννοια και την αξία της λέξης. Παρέμεινε όχλος, όπως και πριν την Επανάσταση, κατακερματισμένος σε κλίκες με διαφορετικά συμφέροντα. Από τους αρματωλούς και τους κλέφτες του ’21, περάσαμε στις συντεχνίες του ελεύθερου κράτους για να φτάσουμε στην απόλυτη κυριαρχία του παραλογισμού των συνδικαλιστικών φορέων. Όσο όμως, μεγάλη κι αν είναι η ενοχή του ανερμάτιστου και ποδηγετούμενου λαού δεν αναιρεί τις εγκληματικές ευθύνες των πολιτικών ιθυνόντων που διοίκησαν τούτο τον τόπο για δυο αιώνες, φιλοδοξώντας να παρουσιαστούν ως ηγέτες του.

Όμως οι πολιτικοί δεν αναδεικνύονται σε ηγέτες, απλά και μόνον επειδή είναι πολιτικοί. Ηγέτες αναδεικνύονται όταν υπερασπίζονται σθεναρά το συμφέρον του λαού που εκπροσωπούν. Όταν υπηρετούν την αλήθεια, τη διαφάνεια και τη λογική. Όταν –και αυτό αφορά ασφαλώς και τον κύριο Παπανδρέου, αλλά και πολύ περισσότερο (λόγω της περίστασης) τον κύριο Σαμαρά- υψώνουν αποφασιστικά ασπίδα εναντίον οιουδήποτε επιβουλεύεται την ανεξαρτησία και την λαϊκή κυριαρχία είτε πρόκειται για αλλοδαπούς πειρατές είτε για εγχώριους υποτακτικούς των, υπονομευτές της δημοκρατίας και της ελευθερίας. Και κυρίως ηγέτες γίνονται όταν εκπληρώνουν την υψηλή αποστολή τους να διαπαιδαγωγήσουν τον λαό με τα νάματα των πραγματικών αξιών και να επιτύχουν την κοινωνική αρμονία αντί να άγονται και να φέρονται και ν’ αποφασίζουν σύμφωνα με τα συμφέροντα της μιας ή της άλλης κοινωνικής ομάδας.

Έφτασε μόλις ένα σαββατοκύριακο πιέσεων –κυρίως εξωθεσμικών (από τους Ευρωπαίους εταίρους μας και τα εγχώρια ΜΜΕ, που προωθούν τα συμφέροντα της πλουτοκρατίας- ώστε ο κύριος Σαμαράς να κάνει στροφή 180ο από τις παγιωμένες εδώ κι ενάμιση χρόνο θέσεις του. Υποχώρησε σε όλα ανεξαιρέτως. Πρώτα στο αίτημα για άμεσες εκλογές, μετά στην άρνηση της στήριξης του μνημονίου, ύστερα στην απαίτηση του για κυβέρνηση με μη πολιτικά πρόσωπα και τέλος και στον χρόνο παραμονής αυτής της μεταβατικής κυβέρνησης στην εξουσία. Μέχρι και στο τελευταία γραμμή άμυνας που κράτησε για πρότερη παραίτηση του κυρίου Παπανδρέου, ακόμη και σ’ αυτήν ανέκρουσε πρύμναν.

Δεν υποψιάστηκε, αλήθεια, ο κύριος Σαμαράς, για ποιον λόγο υπήρξε όλη αυτή η πρεμούρα της συναίνεσης; Γιατί η πιο πρόθυμη -μετά την κατοχική Τσολάκογλου- σε παραχωρήσεις ελληνική κυβέρνηση, στα δυο μόλις χρόνια διακυβέρνησης και με ακόμη απόλυτη βουλευτική πλειοψηφία, βιάστηκε τόσο πολύ με ‘γενναιοψυχία’ –και πιθανόν με πολιτικό δόλο, για να θυμηθούμε και το παπανδρεϊκό πυροτέχνημα περί δημοψηφίσματος- να μοιραστεί την εξουσία της με την αντιπολίτευση; Δεν προβληματίστηκε γιατί υιοθέτησε ασμένως τις εντολές των ευρωπαίων γκαουλάιντερς για κυβέρνηση ευρύτατης σύνθεσης; Ένας πολιτικός έμπειρος, σαν τον κύριο Σαμαρά, δεν υποψιάστηκε τη σημαίνει η απόλυτη ευθυγράμμιση Τρόικας, διεθνών αγορών, εγχώριου κεφαλαίου, ελληνικής κυβέρνησης και των ξένων, αλλά και της συντριπτικής πλειοψηφίας των ελληνικών ΜΜΕ (των γνωστών ΜΜΕ των μεγαλοεκδοτών-βιομηχάνων-εφοπλιστών-κατασκευαστών); Δεν του πέρασε καν από το ‘αγύριστο’ κεφάλι του ότι η πρωτοφανής αυτή σύμπλευση ετερόκλητων παραγόντων, με αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, κρύβει κάτι πολύ πιο ύποπτο και καταχθόνιο, από την αγνή αγάπη όλων αυτών των τσακαλιών για τη σωτηρία της πατρίδας;

Ή μήπως τα γνώριζε όλ’ αυτά, και απλά δεν άντεξε τις πιέσεις; Αναδείχτηκε δηλαδή σ’ έναν σύγχρονο ρίψασπι, σ’ ένα πολιτικό παλαιάς κοπής, αυτός που ευαγγελιζόταν κάποτε την υπέρβαση; Σε επιμηθέα της πολιτικής βαρυχειμωνιάς, αυτός που θα έφερνε κάποτε την πολιτική άνοιξη;

Το διακύβευμα κύριε Σαμαρά, δεν είναι ασφαλώς οι μικρές ή μεγάλες απώλειες στο εισόδημα του λαού. Δεν είναι τα χαράτσια και η αύξηση της φορολογίας. Δεν είναι η προσωρινή ύφεση και η προκαλούμενη ασφυξία της αγοράς ή έστω η καλπάζουσα ανεργία. Όλα αυτά είναι προβλήματα μεγάλα για τους χαμηλόμισθους, τους συνταξιούχους και τους άνεργους, αλλά δεν είναι το σημαντικότερο. Δεν είναι ούτε καν μια επαχθής μεν, ωστόσο οικειοθελής και χρονικά περιορισμένη εκχώρηση της εθνικής μας κυριαρχίας στη διεθνή οικονομική ολιγαρχία. Το διακύβευμα είναι η -και δια της δικής σας υπογραφής- οριστική απεμπόληση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του λαού. Η επιστροφή των εργασιακών σχέσεων στην εποχή της φεουδαρχίας και της δουλοκτησίας. Η εργοδοτική τρομοκρατία που ήρθε για να επιβληθεί και να εδραιωθεί εδώ, όσες κυβερνήσεις, σαν αυτές του κυρίου Παπανδρέου ή τη νέα ‘συναινετική’ ή την πιθανή (απίθανη πια) αυριανή δική σας, κι αν αλλάξουν. Το διακύβευμα είναι αν θα επιτύχουν τα σχέδια του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού να υποδουλώσουν κάθε ανεξάρτητη φωνή, κάθε αντίδραση κατά της βίας και της τρομοκρατίας του παγκόσμιου κεφαλαίου. Το πείραμα που ο καπιταλισμός εφάρμοσε στην Ελλάδα, πέτυχε. Παρά τις αντιδράσεις, τους λεονταρισμούς και τις κοκορομαχίες, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, (οι εκπρόσωποι δηλαδή της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού) έσκυψαν τα κεφάλια τους μπροστά στην δαμόκλειο σπάθη των μισάνθρωπων εκπροσώπων ενός απάνθρωπου Μάτριξ. Ακολουθούν κι άλλα κράτη. Ήδη πέτυχαν στην Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Ισπανία. Σειρά έχει τώρα η Ιταλία. Σύντομα η υποδούλωση θα αφορά όλη την Ευρώπη, όλον τον κόσμο. Δεν θα απαιτούσε κανείς από σας, κύριε Σαμαρά, να σώσετε τον κόσμο. Περίμενε όμως να υπερασπιστείτε τον λαό τον οποίο κόπτεστε ότι υπηρετείτε. Δυστυχώς κι εσείς μηδίσατε. Ανάξιος των περιστάσεων, μικρός στο πολιτικό ανάστημα, ακατάλληλος για οτιδήποτε αληθινό και μεγάλο, δηλαδή εθνικό.

Βεβαίως, ο ενδοτισμός του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης ουδόλως αναιρεί τις εγκληματικές ευθύνες της κυβέρνησης Παπανδρέου, αυτής της ομήγυρης των νενέκων, των εθελόδουλων μεταπρατών της λαϊκής κυριαρχίας. Και όλων των χαμαιρπών λαδοπόντικων του πολιτικού συστήματος που την ανέχτηκαν αν δεν την εξέθρεψαν κιόλας. Αν αναφέρομαι κυρίως σ’ αυτόν είναι λόγω του... ‘ανένδοτου’ που είχε κηρύξει εκφυλίζοντάς τον εν τέλει σε…ανέκδοτο. Η μελλοντική ιστορία θα κρίνει κι αυτόν και τα υπόλοιπα πολιτικά ζόμπι που κυριάρχησαν ιδιαιτέρως τα τελευταία 35 χρόνια στην πολιτική σκηνή μεταλλάσσοντας την σε σκηνή τσίρκου, ικανού να προκαλέσει όχι μόνον τον κλαυσίγελο των θεατών, αλλά δυστυχώς και την υποδούλωση των.

Για όλους αυτούς, αφιερώνω τα λόγια ενός σπουδαίου ποιητή, που δεν χρειάστηκε να κοπιάσει, όπως με αγωνία πράττουν οι πολιτικοί μας, για να διατρανώσει την ελληνοσύνη του।:


Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος
για τα ωραία και μεγάλα έργα
η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα
ενθάρρυνσι κι επιτυχία να σε αρνείται.
να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες,
και μικροπρέπειες κι αδιαφορίες.
Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις
(η μέρα που αφέθηκες κι ενδίδεις),
και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,
και πιαίνεις στον μονάρχην Αρταξέρξη
που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,
και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια.
Και συ τα δέχεσαι με απελπισία
αυτά τα πράγματα που δεν τα θέλεις.
Άλλα ζητεί η ψυχή σου, γι’ άλλα κλαίει.
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα Εύγε.
την Αγορά το Θέατρο και τους Στεφάνους.
Αυτά πού θα σ’ τα δώσει ο Αρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρεις στη σατραπεία.
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις!

Κωνσταντίνος Καβάφης, ‘Η Σατραπεία’


Saturday, July 16, 2011

Η μηλιά του Νικόλα

Ο Νικόλας ακούμπησε το σώμα του στον χοντρό κορμό της μηλιάς. Ο ίδιος την είχε φυτέψει, είκοσι χρόνια πριν, ακριβώς έξω από την σιδερένια αυλόπορτα του σπιτιού. Έβγαλε το σακουλάκι με τον καπνό του και έστριψε επιδέξια ένα τσιγάρο. Το άναψε και τράβηξε μια βαθιά τζούρα. Ύστερα φύσηξε δυνατά προς τα πάνω παρατηρώντας τα παιχνιδίσματα του καπνού στο ασθενές φως της ημισελήνου.

Κοίταξε το σπίτι. Ήταν ολοφώτιστο και δυνατή μουσική ακουγόταν από το σαλόνι.

‘Βράδυ χαράς’, σκέφτηκε, χαμογελώντας πικρά.

Θυμήθηκε την πρώτη φορά που διάβηκε αυτό το κατώφλι. Ήταν 25 χρονών όταν συνάντησε την Ελένη. Κι έμεινε έκθαμβος από την ομορφιά της. Λίγο μικρότερή του εκείνη, με αγγελικό πρόσωπο και φωτεινά μελιά μάτια, σαγηνευτικά παρά την ψυχική κούραση που εξέπεμπαν. Η Ελένη ήταν παντρεμένη με τον Σέργιο. Είχαν μόλις πριν ένα χρόνο εγκατασταθεί στην Αθήνα, μετανάστες από την πρώην Σοβιετική Ένωση, μαζί με τα δυο τους κοριτσάκια. Το ένα 4 χρονών και το άλλο κάτι λιγότερο από 2. Ο Σέργιος βρήκε αρχικά δουλειά ως οδηγός φορτηγού, όμως το κουσούρι του αλκοολισμού που κουβαλούσε δεν τον άφηνε να στεριώσει πουθενά. Άλλαξε δυο ή τρεις εργοδότες, αλλά σύντομα, βλέποντάς τον στουπί στο μεθύσι τον έδιωχναν κακήν κακώς. Μέχρι που όλοι τον έμαθαν καλά και κανείς δεν τον ήθελε. Η ανέχεια τον οδηγούσε ακόμη πιο βαθιά στο αλκοόλ και η ζωή του γινόταν ολοένα και πιο ανυπόφορη. Βυθισμένος σ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο της παρακμής, έχανε κάθε μέρα και περισσότερο τον εαυτό του.

Γύριζε αργά τη νύχτα σπίτι, σε κακά χάλια. Ξεσπούσε πάνω στην Ελένη. Τη χτύπαγε, την έβριζε λες και ήταν υπεύθυνη για την ανημποριά του. Εκείνη έκανε υπομονή, για τα παιδιά όπως έλεγε, στην πραγματικότητα όμως επειδή ήταν πολύ ερωτευμένη μαζί του ώστε να τον αφήσει. Άλλωστε η εικόνα ενός μέθυσου και βίαιου συζύγου ήταν πολύ γνώριμη στην ίδια. Παρόμοιες καταστάσεις γνώρισε κι απ’ τον πατέρα της στην παιδική της ηλικία. Αυτές ήταν οι συνθήκες και στις περισσότερες οικογένειες στην κλειστή κοινωνία που μεγάλωσε.

Μοιραία ο Σέργιος έμπλεξε με τα ναρκωτικά. Ήταν ο μόνος τρόπος γα να κερδίσει λίγα χρήματα ώστε να εξασφαλίσει το καθημερινό του μεθύσι. Όσο για τις ανάγκες της οικογένειας, δεκάρα δεν έδινε, και καθώς της απαγόρευε κιόλας αυστηρά να εργαστεί, η Ελένη μηχανεύονταν χίλιους τρόπους για να βρίσκει ένα φτωχικό πιάτο φαΐ για τα παιδιά της.

Κι ένα πρωί, η αστυνομία χτύπησε την πόρτα τους και συνέλαβε τον άντρα της. Είκοσι χρόνια κάθειρξης έφαγε στο κεφάλι ο Σέργιος, καθώς κατηγορήθηκε ως έμπορος ναρκωτικών, και η Ελένη αντελήφθη ότι τα πράγματα ήταν πλέον πολύ δύσκολα για την ίδια και τα κορίτσια της.

Τότε εμφανίστηκε ο Νικόλας. Ωραίο παλικάρι. Δεν ήξερε πολλά γράμματα ούτε όμορφα λόγια, αλλά ήταν εργατικός, τίμιος και με ένα καθάριο βλέμμα που έκανε μια γυναίκα να αισθάνεται ασφαλής.

Δεν πέρασε ούτε ένας μήνας από τη γνωριμία τους και ήρθε κι εγκαταστάθηκε στο σπίτι των άτυχων γυναικών. Τη λάτρεψε την Ελένη, ο Νικόλας. Και τα κορίτσια το ίδιο. Τα μεγάλωσε σα δικά του παιδιά. Παρά το πενιχρό μεροκάματό του τίποτα ποτέ δεν τους έλειψε. Τα μόρφωσε, τα σπούδασε, τα προίκισε. Η μεγάλη, η Αναστασία σπούδασε φαρμακοποιός και παντρεύτηκε μ’ ένα συνάδελφό της. Άνοιξαν φαρμακείο και μπόρεσαν να φτιάξουν πολύ καλά τη ζωή τους. Η δεύτερη, η Θεοδώρα, σπούδασε δασκάλα και περίμενε τον διορισμό της.

Τίποτα δεν κράταγε για τον εαυτό του ο Νικόλας. Όλα του τα έσοδα πήγαιναν για τον ιερό του σκοπό. Να βλέπει τις γυναίκες του να χαμογελούν, όπως έλεγε. Αυτό ήταν η ανταμοιβή του. Με την Ελένη δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δεν υπήρχε λόγος. Κι εκείνη ποτέ δεν βρήκε σημαντικό το να πάρει διαζύγιο από τον Σέργιο. Τον επισκεπτόταν που και που στη φυλακή τα πρώτα χρόνια. Με τον καιρό σταμάτησε να πηγαίνει και μάθαινε νέα του τυχαία μόνον, από πληροφορίες κοινών γνωστών…

Ο Νικόλας τράβηξε μια τελευταία βαθιά τζούρα από το τσιγάρο του. Τράβηξε το βλέμμα του από τα φωτισμένα παράθυρα του σπιτιού που πέρασε τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του. Απόψε ο Σέργιος είχε αποφυλακιστεί. Όπως τον ενημέρωσε η Ελένη, ήταν φυσικό για έναν άντρα, μετά από τόσα χρόνια να γυρίσει σπίτι του. Ο Νικόλας έπρεπε να καταλάβει ότι δεν μπορούσε να συνεχιστεί πλέον η συμβίωσή τους. Τον ευχαρίστησε για όλα όσα έκανε για την ίδια και τα παιδιά της και μετά του ζήτησε ήρεμα να φύγει.

Πέταξε το αποτσίγαρο χάμω και το πάτησε με άχτι. Σκούπισε τα βουρκωμένα μάτια του και γύρισε την πλάτη τραβώντας τον δρόμο του…

Wednesday, July 6, 2011

Το Απερίγραπτο

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες μας διαβεβαιώνει ότι όποιος θέλει να δει το πιο ωραίο τοπίο του κόσμου, δεν έχει παρά ν’ ανέβει στην κορυφή του Πύργου της Νίκης στο Τσιτόρ. Ωστόσο, εγώ –και παρ’ ότι δεν είχα την ευκαιρία ως τώρα να δοκιμάσω την αξιοπιστία του συγγραφέα, θα μπορούσα να τον αντικρούσω λέγοντας, ότι το πιο όμορφο τοπίο του κόσμου θα το αντικρίσει κανείς σκαρφαλώνοντας σε μια κορυφή του κάστρου της Μονεμβασίας. Σ’ ένα συγκεκριμένο σημείο, στα νοτιοδυτικά, όπου τα μεσαιωνικά τείχη έχουν γκρεμιστεί από τις κανονιές πειρατών, αποκαλύπτεται το πιο άγριο και συνάμα συναρπαστικό τοπίο που έχει ποτέ ειδωθεί από ανθρώπινα μάτια.


Ιδίως τις νύχτες με πανσέληνο η εικόνα τούτη, μοιάζει με καμβά που ξεφεύγει από τις συνηθισμένες ανθρώπινες εικαστικές αναπαραστάσεις και, καθώς τυλίγεται σε παραμυθένιους ατμούς που ασημίζουν από τη λάμψη του φεγγαριού αποκαλύπτει μια σχεδόν ονειρική, απόκοσμη θέα.

Εκεί ακριβώς –λένε οι παλαιότεροι- εμφανιζόταν κάποτε, το πιο τρομερό και παράξενο πλάσμα που έχει ποτέ αναφερθεί στην ανθρώπινη μυθιστορία. Αναδυόταν από το πέλαγος, πάντα τις νύχτες με πανσέληνο και όποιος είχε την ατυχία να το αντικρίσει στην καλύτερη περίπτωση παρέλυε εντελώς για αρκετές ημέρες ενώ δεν ήσαν και λίγοι εκείνοι που είχαν αποχαιρετήσει τον μάταιο τούτο κόσμο μετά από μια τέτοια συνάντηση. Κι αυτοί όμως που κατάφερναν να ξεπεράσουν το σοκ έχαναν σε μεγάλο βαθμό τα λογικά τους και κυκλοφορούσαν μισότρελοι για όλη την υπόλοιπη ζωή τους.

Αυτός είναι ο λόγος που δεν έχουμε καμιά απολύτως αξιόπιστη περιγραφή του θηρίου. Άλλοι ισχυρίζονταν πως είχε κεφάλι τράγου και πως από την κορυφή της κεφαλής ξεπηδούσαν άγρια φίδια. Κάποιοι πάλι, ορκίζονταν ότι το τέρας ήταν ανθρωπόμορφο, αλλά από τους κροτάφους του φύτρωναν δυο τεράστια κέρατα που γυάλιζαν τρομακτικά στο σεληνόφως. Ένας μάλιστα από τους αυτόπτες, πρώην ιερέας, ορκίστηκε ότι το τέρας είχε τη μορφή του αρχαίου δαίμονα Λεβιάθαν, όπως το είχε δει μικρός σε κάποιο θρησκευτικό βιβλίο, και πως τα δόντια του ήταν τόσο μεγάλα και κοφτερά που θα μπορούσε με μια δαγκωνιά να κόψει τον βράχο στα δυο.

Επειδή καμιά από τις μαρτυρίες δεν μπορούσε να εκληφθεί ως αντικειμενική και αξιόπιστη, οι ντόπιοι χαρακτήριζαν το πλάσμα αυτό ως ‘απερίγραπτο’ υπονοώντας τόσο το ίδιο όσο και τον άφατο τρόμο που προκαλούσε η εμφάνισή του.

Ωστόσο όλοι οι μάρτυρες συμφωνούσαν στα εξής: ότι ήταν γιγαντιαίο σε μέγεθος και πως η ανάδυση του συνοδευόταν από έναν υπόκωφο, ανατριχιαστικό συριγμό όπως ο ήχος του φιδιού όταν παρακολουθεί το θύμα του.

Με τα χρόνια το επίθετο ‘απερίγραπτο’ έφτασε να αποτελεί το πιο σύνηθες από τα παράδοξα ονόματα που χρησιμοποιούσαν για το πλάσμα. Αναφερόταν επίσης, ως ‘δρακόφιδο’, ‘σαιτάνης’ και ‘φεγγαρόφιδο’.

Ο έγκριτος λαογράφος, Γεώργιος Δράκος, στο δυσεύρετο πλέον βιβλίο του ‘Παραδόσεις και Θρύλοι της Λακωνίας’ (Αθήναι, 1888), αναφέρεται εκτεταμένα στο πλάσμα και τις σχετικές μ’ αυτό λαϊκές παραδόσεις. Ο ίδιος εικάζει ότι επρόκειτο για οφθαλμαπάτη που δημιουργούσαν οι ατμοί της θάλασσας καθώς φωτίζονταν από το φως της Σελήνης. Άποψη πάντως, που καθόλου δεν συμμερίζονταν οι κάτοικοι της περιοχής.

Μολονότι οι θρύλοι που συνοδεύουν την ύπαρξη του τέρατος χάνονται στην αχλή του χρόνου κανένας –τουλάχιστον απ’ όσο γνωρίζουμε- δεν μπόρεσε να το δει τα τελευταία 60 χρόνια και ο τελευταίος που ισχυρίστηκε ότι το αντάμωσε, αποχαιρέτησε τον μάταιο τούτο κόσμο εδώ και μια εικοσαετία περίπου.

Οι ντόπιοι πιστεύουν ότι το θηρίο βρίσκεται ακόμη στα βάθη του σκοτεινού πελάγους, αλλά η ανάπτυξη του τουρισμού που μετέτρεψε το μέρος σε πολυσύχναστο ταξιδιωτικό προορισμό, προκάλεσε τη διακοπή των τακτικών αναδύσεων του, καθώς το ίδιο δε θα ήθελε, ‘ασφαλώς’, να μετατραπεί σε τουριστική ατραξιόν.

Wednesday, April 13, 2011

Πρόστυχες Μέρες


Πρόστυχες μέρες συκοφαντούν τη ζωή.

Διαλείψεις στη λειτουργία των ρολογιών.

Η ευτυχία είναι θέμα πιθανοτήτων.

Ψάχνοντας για φράσεις ικανές να εκφράσουν τις επιθυμίες σου.

Διαπομπεύοντας το Πνεύμα σου το Άγιον.

Μεταλαμβάνοντας κάτουρο για να ξεπλύνεις τις αμαρτίες σου.

Ο Σταυρός σου...!

Μεταλλικός και παγωμένος.

Ο Σταυρός σου...!

Και οι μετάνοιες αιμόφυρτες στη βάση του·

ανάκατες με μικρές δόσεις σκατών.

Monday, March 21, 2011

Μια 'παράξενη' ιστορία


Παρουσιάστηκε ξαφνικά. Χωρίς να το περιμένει. Εισχώρησε στη ζωή του με ορμή σαν βροχή που μπαίνει από το ανοιχτό παράθυρο. Φοβήθηκε. Έκανε να κλείσει το παράθυρο, αλλά είχε εξαφανιστεί. Δεν υπήρχε κανένα άνοιγμα πλέον στον τοίχο. Καμία διαφυγή. Έπρεπε να αντιμετωπίσει τους εφιάλτες του.

Επιχείρησε να δείξει αδιαφορία. Μάταιο. Να υποκριθεί ενδιαφέρον. Καμιά τύχη. Να ζητήσει έλεος. Ασυγκίνητη. Να αγριέψει για να τη φοβίσει. Ούτε μια σύσπαση στο πρόσωπό της. Σαν να προέβλεπε όλα τα κόλπα του, όλες τις σκέψεις και τις ενέργειές του.

Αποκαμωμένος κάθισε στο γραφείο και της έγραψε… ‘Δεν ξέρεις τι κάνεις. Ο μικρός τυμπανιστής ξόδεψε πολλά, πολλά χρόνια μέχρι να συμφιλιωθεί με την ήττα του’. Τότε εκείνη μαλάκωσε. Άπλωσε το χέρι και του χάιδεψε τα μαλλιά. Τον πήρε αγκαλιά και τον στήριξε να σηκωθεί. Αλλόκοτο! Μέσα στην στέπα της ύπαρξης του ξεπήδησε μια μικρή σπίθα. Και μέρα με τη μέρα μεγάλωνε. Γινόταν φλόγα. Μεγάλη, λαμπερή φωτιά. Η στέπα άρχισε να θολώνει. Να διαλύεται μέσα σε μια ζεστή, υγρή ομίχλη. Ο τόπος πρασίνιζε, ‘να ένα δέντρο…’. Και πιο κει μια συστάδα θάμνων. Και χορτάρι. Και λουλούδια. Και ουρανός πάνω, κυανός, όχι αυτό το αρρωστιάρικο καφετί που είχε σκεπάσει τη ζωή του. Και ήταν σχεδόν σίγουρος πως όπου να ναι θα ξεπροβάλει πίσω από τα παγωμένα, σκοτεινά όρη ο ήλιος. Από ποτέ είχε να δει τον ήλιο; Αιώνες…

Μα ναι ήταν ολοφάνερο. Χάραζε. Αξίζει να δεις για άλλη μια φορά την ανατολή έστω κι αν σε σκοτώσει… Αφέθηκε.

Μα εκείνη άλλαξε. Έδειξε ταραγμένη. Φοβισμένη. Τη στιγμή ακριβώς που της άπλωσε το χέρι αυτή τρομοκρατήθηκε. Έκανε δυο βήματα πίσω και απότομα γύρισε την πλάτη και το ‘βαλε στα πόδια. Είχε μείνει με το χέρι απλωμένο, σαστισμένος. Άναυδος.

‘Μη φεύγεις τώρα που βγαίνει ο ήλιος’ ψιθύρισε. Έτρεξε ύστερα από πίσω της. Την βρήκε. ‘Μη φεύγεις τώρα…’. Εκείνη παραδέχτηκε ότι η αντίδραση της ήταν ανόητη. Φοβήθηκε χωρίς λόγο, είπε. Θα μείνει για την ανατολή.

Από τότε κάθισε δίπλα στην πόρτα, απέναντι του και δεν μιλούσε. Σιγομουρμούριζε μόνο ένα μελαγχολικό, μονότονο νανούρισμα. Της γέλαγε, της θύμωνε, την έλεγε πόσο την αγαπούσε. Τίποτα. Εκείνη καθόταν δίπλα στην πόρτα και σιγοτραγουδούσε. Και κάθε που έκανε να την πλησιάσει άνοιγε την πόρτα και ετοιμαζόταν να πεταχτεί έξω. Κι έτσι ξανακαθόταν απέναντι της, στην απόσταση που η ίδια είχε ορίσει για ασφάλεια.

Και περνούσαν οι μέρες και ο ήλιος δεν έβγαινε. Κι αντί γι αυτό άρχισαν να ξεραίνονται τα δέντρα και τα λουλούδια που τόσο άφρονα είχαν φυτρώσει. Και ο ουρανός έπαιρνε πάλι αργά, μα σταθερά εκείνο το σταχτί χρώμα που είχε ανέκαθεν… ‘Μη φεύγεις τώρα που θα βγει ο ήλιος’ επαναλάμβανε, αλλά πια ήταν παραδομένος. Και η απόσταση μεγάλωνε ανάμεσα τους και μεγάλωνε ολοένα…είχε πια αποκατασταθεί η οικεία του στέπα σε όλη τη φοβερότητα και την παγωμάρα της.

Η φωτιά τρεμόσβηνε. Για να την προστατεύσει την κατάπιε. ‘Εκεί, μέσα στο στομάχι μου’ σκέφτηκε, ‘δεν θα κινδυνεύει η μικρή μου φωτίτσα από κανέναν κακόβουλο αέρα’. Και τον έκαιγε, ω θε μου, πόσο τον έκαιγε, αλλά έσφιγγε τα δόντια και κρατιόταν να μην ουρλιάξει. Νόμιζε πως όσο η φωτιά καίει υπήρχε ελπίδα εκείνη να συνέλθει. Να ανοίξει πάλι την αγκαλιά της και να τον τυλίξει για πάντα.

Η απόσταση μεγάλωνε, ωστόσο η φωτιά δυνάμωνε μέσα του και τον πόναγε! Ήταν ανυπόφορο. Την παρακάλεσε, έκλαψε, φώναξε, ικέτεψε ‘μη μου φεύγεις’. Καμιά απόκριση. Μόνο αυτό το μονότονο νανούρισμα που του τρύπαγε τ’ αυτιά, βούιζε ανυπόφορα στο κεφάλι του, του στέγνωνε το μυαλό.

Πέρασαν έτσι μήνες παράνοιας, πόνου και διαψεύσεων. Μέχρι που μια μέρα εκείνη σταμάτησε το τραγούδι. Την κοίταξε απορημένος. Είχε μείνει ασάλευτη. Ασάλευτη, ίδια πέτρα. Ψυχρό, αμετάβλητο μέταλλο. Είχε ένα δάκρυ στο μάγουλο. Από ώρα κοκαλωμένο. Την πλησίασε και την άγγιξε. Ήταν κρύα και άκαμπτη σαν νεκρή. Δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυα του. ‘Μη μου φύγεις’ ψιθύρισε ‘κοίτα’ κι έδειξε προς τον σκοτεινό σταχτή ορίζοντα, ‘εκεί είναι ο ήλιος. Σε λίγο θα βγει…μη μου φεύγεις…’

Έσκυψε στα απολιθωμένα της χείλια. Πήρε μια πολύ βαθιά ανάσα και με όση αντοχή του είχε απομείνει φύσηξε μέσα της δυνατά. Πολύ δυνατά. Και η φωτιά ξεκόλλησε από το στομάχι του. Ανέβηκε στο στήθος. Στο λαρύγγι του, πλημμύρισε το στόμα του και ξεχύθηκε βίαια στο παγωμένο της σώμα…

Είναι κάτι αιώνες τώρα που περιμένει υπομονετικά να ξυπνήσει από τον λήθαργο της. Ό,τι είχε της το ’δωσε. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο, μόνο να περιμένει. Έχει καθίσει απέναντι της, πολύ κοντά, της χαϊδεύει το κεφάλι και σιγομουρμουρίζει το μελαγχολικό, μονότονο νανούρισμά της… και ο ήλιος ακόμη να φανεί…

Thursday, March 17, 2011

Μοιραίες Αποκαλύψεις


Η αθλιότητα που περικυκλώνει αργά τα κουρασμένα μας όνειρα γίνεται κάθε μέρα πιο ισχυρή κι αποκρουστική. Τα ονόματα που της είχαμε δώσει, "Συνήθεια" ή "Πανδαμάτωρ Χρόνος", τώρα εκπίπτουν. Αποκαλύπτεται τ' αληθινό της πρόσωπο, φριχτό και απευκταίο, στα δήθεν έκπληκτα μάτια μας.

Τα παιδιά που φτύνουν τον ζητιάνο στη γωνιά του δρόμου και η μητέρα να κλείνει τα παραθυρόφυλλα "για να μη μπαίνει ήλιος"

Thursday, March 3, 2011

Κάθε εμπόριο για...καλό

Ούτε έναν χρόνο πριν ο κύριος Ταγίπ Ερντογάν, κατακεραύνωσε το ισραηλινό κράτος για την στρατιωτική επέμβαση εναντίον της νηοπομπής που μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στη λωρίδα της Γάζας. Χαρακτήρισε την ενέργεια του Ισραήλ, ως ‘κρατική τρομοκρατία’ και κατηγόρησε την κυβέρνηση της χώρας ότι δε σέβεται τα ανθρώπινα δικαιώματα των Παλαιστινίων. Λίγες εβδομάδες πριν, πάλι ο πρωθυπουργός της γείτονος τάχθηκε αναφανδόν υπέρ των λαϊκών εξεγέρσεων σε Τυνησία, Αλγερία και Αίγυπτο, τονίζοντας το δικαίωμα των λαών των χωρών αυτών στην δημοκρατία και στην ελευθερία. Ο ίδιος άνθρωπος αντιθέτως καταδίκασε τις αντίστοιχες λαϊκές εξεγέρσεις στο Ιράν, αλλά και τάχθηκε υπέρ του ημιπαράφρονος δικτάτορα της Λιβύης, που δε διστάζει να σφαγιάσει τον ίδιο του τον λαό ώστε να διατηρήσει την εξουσία.

Τι συμβαίνει λοιπόν; Ξέρει κάτι ο κύριος Ερντογάν, που εμείς ο απλός κόσμος, δεν γνωρίζουμε και γι αυτό δεν έχουμε την ορθότερη των κρίσεων; Μα φυσικά: αυτό που γνωρίζει ο κύριος Ερντογάν, περισσότερο από εμάς, είναι ότι το εμπορικό ισοζύγιο της Τουρκίας με την Τυνησία, την Αλγερία και την Αίγυπτο είναι ιδιαίτερα χαμηλό και συνεπώς η χώρα του δεν έχει ιδιαίτερα συμφέροντα εκεί. Με το Ιράν όμως η Τουρκία έχει διμερές εμπόριο το οποίο ξεπερνά τα 30 δις. δολάρια και ο κύριος Αχμαντινετζάντ είναι ο εγγυητής της ομαλής συνέχειας των εμπορικών συναλλαγών των δύο κρατών. Με τη Λιβύη πάλι οι διάφορες τουρκικές εταιρίες έχουν συμβόλαια αξίας τουλάχιστον 15 δις. δολαρίων και κάθε ανατροπή του εκεί καθεστώτος μπορεί να σημάνει την απώλεια τεραστίων εσόδων για την Τουρκία. Αυτά ξέρει ο κύριος Ερντογάν και αυτός είναι ο λόγος που αναγκάζεται να συμπεριφέρεται με δύο μέτρα και δύο σταθμά, κοπτόμενος για τα ανθρώπινα δικαιώματα στη μια περίπτωση και αδιαφορώντας γι’ αυτά στην άλλη.

Ασφαλώς η συμπεριφορά του κυρίου Ερντογάν δεν είναι ιδιάζουσα, και μόνον ως παράδειγμα την ανέφερα στην εισαγωγή μου. Την ίδια στάση κρατούν απαρέγκλιτα και όλες οι πολιτισμένες και ανθρωπιστικά ευαίσθητες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις οι οποίες έχουν τεράστια συμφέροντα στην περιοχή.

Πλήθος ευρωπαϊκών εταιριών δραστηριοποιούνται στη Λιβύη, στον χώρο των κατασκευών, της ενέργειας και –πάνω απ’ όλα- στους εξοπλισμούς. Ιταλία, Γαλλία, Μάλτα, Βέλγιο και μια σειρά άλλων ευρωπαϊκών χωρών προμηθεύουν με οπλικά συστήματα τον ανεκδιήγητο συνταγματάρχη. Είναι αυτά τα ίδια όπλα που τώρα στρέφει κατά των πολιτών της ίδιας του της χώρας την οποία μετατρέπει σε αποτρόπαιο σφαγείο.

Όπως λοιπόν ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, έτσι και οι ευρωπαίοι ομόλογοί του εφαρμόζουν τον κανόνα των δυο μέτρων και δυο σταθμών ανάλογα με την περίπτωση. Και βρίσκονται μάλιστα αυτοί στην περισσότερο δύσκολη θέση να είναι αναγκασμένοι να καταδικάσουν τις πρακτικές του Καντάφι, χωρίς όμως και να μπορούν να επέμβουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο για να σταματήσουν το αιματοκύλισμα. Επιβεβαιώνεται λοιπόν, για πολλοστή φορά πως το εμπόριο είναι αυτό που καθορίζει την αξία της ανθρώπινης ζωής, γι αυτό και άλλη τιμή έχει η ζωή ενός Παλαιστινίου, άλλη ενός Αιγύπτιου και άλλη αυτή ενός Λίβυου.

Η περίπτωση της Λιβύης δε, είναι χαρακτηριστική της εξευγενισμένης υποκρισίας των πολιτισμένων ευρωπαίων ηγετών.

Δεν είναι μακριά ο καιρός που ο Μουαμάρ Καντάφι εθεωρείτο ως δαίμονας, φανατικός αντι-δυτικός, που υποθάλπει την παγκόσμια τρομοκρατία. Δεν είναι μακριά οι εποχές των εμπάργκο, των διεθνών καταγγελιών κατά του καθεστώτος και των στρατιωτικών επεμβάσεων με αεροπορικές επιδρομές ακόμη και κατά της πρωτεύουσας της Λιβύης. Στη δεκαετία του ‘70 και του ‘80, ο Καντάφι ήταν ο μισητός εχθρός όλου (σχεδόν) του δυτικού κόσμου, ο στυγνός δικτάτορας που έπρεπε πάση θυσία να ανατραπεί. Ξαφνικά, μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, οι συσχετισμοί άλλαξαν. Ο Λίβυος ηγέτης συνετίστηκε, αποκήρυξε τα λάθη του και την τρομοκρατία, στράφηκε προς την εκμάθηση και μίμηση της ευρωπαϊκής κουλτούρας και έγινε ο καθώς πρέπει συνομιλητής των ευρωπαίων συνεταίρων του! Στην πραγματικότητα η πολιτισμένη Δύση δεν έλεγε ψέματα. Απλά έλεγε τη μισή αλήθεια. Ο Καντάφι όντως άλλαξε.

Ήταν μόλις 27 χρονών, νεαρός στρατιωτικός όταν ηγήθηκε της λαϊκής εξέγερσης κατά του τότε βασιλιά Ίντρις. (Άλλη κλασσική περίπτωση της αλλοτρίωσης του ανθρώπου από την εξουσία: Ο Ίντρις ξεκίνησε ως λαϊκός ήρωας, εθνικός απελευθερωτής της Λιβύης από την ιταλική κατοχή. Μετά από αιματηρούς αγώνες και πολύχρονες διαπραγματεύσεις με τις αποικιοκρατικές δυνάμεις, ενθρονίστηκε επισήμως ως βασιλιάς της ανεξάρτητης πλέον χώρας και σταδιακά μετεβλήθη σε έναν αυταρχικό, πλήρως διεφθαρμένο τύραννο, που απομυζούσε τον πλούτο της χώρας του για να θησαυρίζει ο ίδιος και να βυθίζει τον λαό στην ανέχεια και την αναξιοπρέπεια). Εναντίον αυτού του εκπεσόντος λαϊκού ηγέτη επαναστάτησε ο Καντάφι, επικεφαλής του κινήματος των στρατιωτικών που αγκάλιασε όλος ο λιβυκός λαός, πιστεύοντας στις διακηρύξεις του για μια πιο δίκαιη και λαϊκή διακυβέρνηση. Και όσο ο Λίβυος ηγέτης παρέμενε πιστός στις υποσχέσεις του προς τον λαό, τόσο λύσσαγε εναντίον του σύσσωμη η ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ. Μέχρις ότου ο συνταγματάρχης άλλαξε. Πρόδωσε τις σοσιαλιστικές του ιδέες, τους αγώνες και τις θυσίες των συντρόφων του, τους δολοφονημένους από τις αμερικανικές επιδρομές συγγενείς και φίλους, τον ίδιο του τον λαό. Ακολούθησε το ελεεινό παράδειγμα του προκατόχου του, τον οποίον αυτός ανέτρεψε εξαιτίας των πρακτικών που τώρα υιοθέτησε και ο ίδιος. Μόλις λοιπόν οι δυτικοί λύκοι βεβαιώθηκαν ότι ο Καντάφι έπαψε να είναι πλέον ένας λαϊκός ηγέτης και μετετράπη σε έναν ακόμη διεφθαρμένο, ασυνείδητο, στυγνό δικτάτορα έσπευσαν να του ανοίξουν την αγκαλιά τους και τη συμπαράστασή τους, φυσικά με το αζημίωτο, αφού κι εκείνος άνοιξε τις πύλες του λιβυκού πλούτου για να λεηλατηθεί από τις εταιρίες των όψιμων φίλων του. Δεν είχαν δε πλέον κανένα πρόβλημα να φιλοξενηθούν στα τσαντίρια του Καντάφι στην έρημο, αυτά που προηγουμένως λοιδορούσαν με απέχθεια ως ιδιότροπα καμώματα ενός επικίνδυνου λαϊκιστή. Ασφαλώς η διαμονή του Καντάφι στις σκηνές είχε προφανή σημειολογική αξία όσο παρέμενε λαϊκός επαναστάτης. Ήταν μια έμπρακτη απόδειξη από μέρους του ότι η εξουσία δεν τον αλλοίωσε. Συνέχιζε να είναι μέρος του λαού, ένας απλός βεδουίνος (όπως διακήρυξε και πρόσφατα) που απλά έτυχε να εκπροσωπεί τον λαό του και όχι να εξουσιάζει. Μια πολύ δυνατή σημειολογία που όμως έπαψε να έχει οποιαδήποτε αξία από τότε που έμεινε κενή περιεχομένου. Από τότε που ο ακατάβλητος στις μάχες συνταγματάρχης παραδόθηκε άνευ όρων στην σαγήνη του πλούτου, της δόξας και της εξουσίας.

Κι έτσι φτάσαμε στο σήμερα. Στην απόλυτη εξαθλίωση της ανθρώπινης συνείδησης. Αυτός που κάποτε πολέμησε για τη λαϊκή δικαιοσύνη έφτασε στο σημείο να θεωρεί την εξουσία αυτονόητο δικαίωμά του. Μετά από σαράντα χρόνια παραμονής στο τιμόνι, είναι προφανές ότι δεν μπορεί πλέον να καταλάβει, δεν έχει πια τη λογική να συνειδητοποιήσει ότι οφείλει να παραιτηθεί. Γι αυτόν η κυβέρνηση της χώρας του έχει τυπωμένο πάνω της το όνομά του, και αν δεν υπάρχει αυτό το όνομα δεν υπάρχει καν χώρα. Μόνο ο θάνατος μπορεί να τον κατεβάσει από τον θρόνο και μολονότι –ασφαλώς- οργίζεται για κάτι τόσο άδικο, (θα έπρεπε να είχε προβλεφθεί από τη φύση, τον θεό, τον Αλλάχ, από κάποια δύναμη τέλος πάντων, ότι τέτοιοι ηγέτες δεν επιτρέπεται να πεθαίνουν), προετοιμάζει τουλάχιστον τη διαδοχή του η οποία αυτοδίκαια θα πάει σε κάποιον άλλον Καντάφι διότι διαφορετικά όλο το σύμπαν θα καταρρεύσει.

Είναι τραγική η παραφροσύνη του ανθρώπου αυτού. Ακόμη πιο τραγική όμως είναι η συμπεριφορά των γιων του, που μολονότι νέοι άνθρωποι, μορφωμένοι και μάλιστα σε δυτικά πανεπιστήμια δεν διαφέρουν σε τίποτα στη νοοτροπία από αυτήν του παρανοϊκού, γηραιού δικτάτορα. Ακόμη μια απόδειξη ότι οι σπουδές στο London School of Economics και σε οποιοδήποτε άλλο φημισμένο πανεπιστημιακό ίδρυμα μπορούν να φτιάξουν ικανούς επιστήμονες και επιχειρηματίες, ποτέ όμως (από μόνες τους) ακέραιους ανθρώπους.

Συνεπώς ας μην απορούμε με την αλλόκοτη συμπεριφορά του κυρίου Ερντογάν, με την αλλοπρόσαλλη αντίδραση της φιλελεύθερης Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το μούδιασμα και την αδράνεια των παγκόσμιων ηγετών. Ο κύριος Άντερς Φογκ Ράσμουσεν, άλλωστε, γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, μας το δήλωσε χωρίς υπεκφυγές: ‘Δεν θεωρώ την κατάσταση στη Λιβύη ως άμεση απειλή για το ΝΑΤΟ ή τους συμμάχους του’ είπε (23/02/2011).

Είναι προφανές συνεπώς ότι ο πολιτισμένος κόσμος θα δραστηριοποιηθεί μόνον αν απειληθούν τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ και των συμμάχων του, ίσως αν την εξουσία αναλάβει κάποιος άλλος γνήσιος λαϊκός ηγέτης (μέχρι να επιτευχθεί και η δική του διαφθορά και να…’αλλάξει’ κι αυτός). Ως τότε δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας. Διότι –είπαμε: Η ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια κοστολογείται με βάση τις επιταγές και τις ανάγκες του εμπορίου…

Wednesday, February 23, 2011

[Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο] - Μ.Προυστ


Ακόμα και μέσα στις καλλιτεχνικές χαρές, που αναζητεί κανείς για την εντύπωση που δίνουν, καταφέρνουμε όσο γίνεται γρηγορότερα να παραμερίσουμε, ως μη δυνάμενο να εκφραστεί, αυτό ακριβώς που είναι η ίδια αυτή η εντύπωση, και να προσκολληθούμε σ’ αυτό που μας επιτρέπει απλώς να νοιώσουμε την απόλαυση, χωρίς να την γνωρίσουμε εις βάθος, και να νομίζουμε ότι το μεταδίδουμε σε άλλους εραστές τής τέχνης, με τούς οποίους ο διάλογος θα είναι εφικτός, μια και θα τούς μιλάμε για ένα πράγμα που είναι το ίδιο και γι αυτούς και για μάς, αφού προηγουμένως θα έχουμε αφαιρέσει την προσωπική ρίζα τής ίδιας τής εντύπωσής μας. Και στις στιγμές που είμαστε οι πλέον ανιδιοτελείς θεατές τής φύσης, τής κοινωνίας, τού έρωτα και αυτής τής τέχνης, όπως κάθε εντύπωση είναι διπλή, μισοχωμένη στο αντικείμενο, με το άλλο μισό να συνεχίζει μέσα μας, το οποίο μόνον εμείς οι ίδιοι θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε, βιαζόμαστε να παραμελήσουμε αυτό το δεύτερο, το μόνο στο οποίο θάπρεπε να προσκολληθούμε, και δεν υπολογίζουμε παρά το άλλο μισό, το οποίο επειδή δεν μπορεί να ερευνηθεί σε βάθος, αφού είναι εξωτερικό, δεν θάναι για μας αιτία καμιάς κόπωσης: το μικρό αυλάκι που η θέα ενός λουλουδιού ή μιας εκκλησίας χάραξε μέσα μας, βρίσκουμε πως είναι πολύ δύσκολο να επιχειρήσουμε να το διακρίνουμε. Αλλά ξαναπαίζουμε το μουσικό κομμάτι, ξαναγυρνάμε να δούμε την εκκλησία, έως ότου -μέσα σ’ αυτή τη φυγή μακριά απ΄ την ίδια τη ζωή μας που δεν έχουμε το θάρρος να αντικρίσουμε και που ονομάζεται πολυμάθεια - τα μάθουμε τόσο καλά, όσο ο πιο σοφός εραστής τής μουσικής ή τής αρχαιολογίας. Έτσι, πόσοι περιορίζονται σ’ αυτό χωρίς να βγάζουν τίποτα από την εντύπωσή τους, και γερνούν άχρηστοι και ανικανοποίητοι σαν εργένηδες τής Τέχνης. Έχουν τις λύπες πούχουν οι παρθένες και οι τεμπέληδες, τούς οποίους θα γιάτρευε η γονιμοποίηση και η εργασία. Είναι πιο ενθουσιασμένοι για τα έργα τέχνης από τους πραγματικούς καλλιτέχνες, γιατί ο ενθουσιασμός τους με το να μην είναι προϊόν μιας σκληρής εργασίας εμβάθυνσης, ξεχύνεται προς τα έξω, ανάβει τις συζητήσεις τους, κοκκινίζει τα πρόσωπά τους. Νομίζουν ότι εκπληρούν μια πράξη ουρλιάζοντας με όλη τους τη δύναμη: “Μπράβο, μπράβο” μετά την εκτέλεση ενός έργου που αγαπούν……………….. Εν τούτοις όσο γελοίοι κι αν είναι δεν είναι τελείως για περιφρόνηση. Είναι οι πρώτες δοκιμές τής φύσης που θέλει να δημιουργήσει τον καλλιτέχνη, εξίσου άμορφες, εξίσου καταδικασμένες όσο τα πρώτα ζώα που προηγήθηκαν των σημερινών ειδών και που δεν ήταν φτιαγμένα για να διαρκέσουν... Όσο για την απόλαυση που δίνει σε ένα πραγματικά σωστό πνεύμα, σε μια πραγματική ζωντανή καρδιά, η ωραία σκέψη ενός μεγάλου, είναι δίχως άλλο τελείως υγιής, αλλά, όσο πολύτιμοι κι αν είναι οι άνθρωποι που τη γεύονται πραγματικά (πόσοι τέτοιοι υπάρχουν μέσα σε είκοσι χρόνια;) τούς περιορίζει εντούτοις στο να μην είναι παρά η πλήρης συνείδηση κάποιου άλλου...

Tuesday, February 15, 2011

Εξιλασμός


- Δεν αντέχω πια την ύπαρξη μου

- Ζυλιέτ, προσπάθησε να ξεχάσεις.

- Δεν ξεχνιέται εκείνη η νύχτα.


Κοντινό πλάνο: Το ημερολόγιο. Ο άνεμος από το ανοιχτό παράθυρο γυρίζει τα φύλλα αντίστροφα. 27 Μαρτίου 2009. Το πλάνο φλουτάρει και νετάρει ξανά. Ανοιχτό ημερολόγιο. 27 Μαρτίου 1997…


Πάνω στο τραπέζι ένα σακουλάκι λευκή σκόνη. Ανοιχτό καθρεφτάκι, κοπίδι, ένα μπουκάλι τζιν, τσιγάρα…


Πολύ Κοντινό: Προφίλ της Ζυλιέτ. Μάτια δακρυσμένα.

- Μαμά, μαμά… κοίτα τι ζωγράφισα…

- Γαμώ τον πατέρα σου, μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια η Ζυλιέτ.

- Μαμά, μαμά… κοίτα! Επίμονο τράβηγμα από το μανίκι…

- Τι είναι αυτή η σκόνη μαμά;

- Πήγαινε για ύπνο, Χλόη.

- Πες μου τι είναι;

- Φάρμακο. Για τους πονοκεφάλους μου.

- Θα δεις τι ζωγράφισα;


Η Ζυλιέτ σηκώνεται να κλείσει το παράθυρο. Ο αέρας έχει δυναμώσει. Την κοιτώ με απόγνωση.

- Ως πότε θα κατηγορείς τον εαυτό σου;

- Παράτα με Άρη. Άντε και γαμήσου με καμιά από τις πουτάνες σου και παράτα με.

Κλείνει το άλμπουμ μπροστά της. Με ξανακοιτάει.

- Άντε και γαμήσου ρε φίλε…


Βρέχει. Προσπαθώ να βάλω το κλειδί στην εξώπορτα. Ακούγεται μουσική.

‘Σκέφτομαι’: Σκατά…καλύτερα να μείνω όλη τη νύχτα έξω στη βροχή. Είναι ένας τρόπος να αποχαιρετίσεις.

Η πόρτα ανοίγει από μέσα. Ένοικος του διπλανού διαμερίσματος. Χαμογελά εχθρικά…

- Καλησπέρα σας

- Καλησπέρα σας…

Σκέφτομαι: ‘Ποιος είναι ο όροφος… Δε γαμιέται…’

Μπαίνω στο διαμέρισμα. Κατευθύνομαι στο συρτάρι. Απελπισμένος ψάχνω τη λήθη…


Μεσαίο:

- Δηλαδή ρε Άρη, είσαι τόσο μαλάκας; Δεν υπάρχει τίποτα πια. Δεν καταλαβαίνεις; Γιατί με βασανίζεις. Ωχ, βούλωσε το επιτέλους!

Η Ζυλιέτ έχει βγάλει τη ρόμπα. Είναι γυμνή. Θεσπέσιο σώμα. Πλησιάζει.

- Α! Θες να με γαμήσεις έτσι; Έλα λοιπόν…

Την αγκαλιάζω. Σε λίγα δευτερόλεπτα είμαι μέσα της. Η Ζυλιέτ βογκάει.

- Και τώρα τι λες; Ίσα που βγαίνει η φωνή μου.

- Είσαι πολύ μαλάκας! Να τι λέω. Ψιθυρίζει.

Ο οργασμός της είναι θορυβώδης. Ακολουθώ.


Κοντινό πλάνο: Ημερολόγιο. 27 Μαρτίου 1997.

- Πήγαινε για ύπνο σου είπα. Τώρα.

Φωνή υστερική.

- Μαμά φοβάμαι… κοίτα τι ζωγράφισα.

Ζωγραφιά: Λεπρός κλόουν. Μάτια γουρλωμένα. Μαχαίρι που αιωρείται πάνω από το κεφάλι του. Αίμα. Παντού.

- Είσαι προβληματική, σαν τον πατέρα σου. Πήγαινε για ύπνο…

- Σ’ αγαπάω…

- Μη μου μιλάς εμένα για αγάπη…

- Μαμά που είναι η άσπρη σκόνη;

- Στα ρουθούνια μου…εξαφανίσου μπάσταρδο…


Την αγκαλιάζω.

- Γιατί δεν προσπαθείς λίγο;

- Ξεχαρμάνιασες; Εντάξει;

- Γιατί μιλάς έτσι Ζυλιέτ…

- Εντάξει… κι εμένα μου άρεσε. Δεν πας στα κομμάτια τώρα;

- Δε θα τη φέρεις πίσω έτσι…

- Είσαι τελείως μαλάκας… δεν ξέρεις τίποτα. Πες μου…ξέρεις τι έγινε εκείνο το βράδυ; Αρχίδια ξέρεις…

Κάτι ξέρω… Βροχή, άσπρη σκόνη, ένας κλόουν αιμόφυρτος… ένα μαχαίρι… Βάζω μια πίτσα στο φούρνο μικροκυμάτων. Ένα τζιν στο ποτήρι. Κάθομαι κι ανοίγω το άλμπουμ.

Η Ζυλιέτ με τη Χλόη. Την πόζα τραβάει ο Αιμίλιος.

Είναι ευτυχισμένες… το μάτι της Ζυλιέτ αστράφτει. Η Χλόη είναι ήρεμη…

Κι εδώ… παραλία. Πάλι η Ζυλιέτ με το αστραφτερό μάτι. Η Χλόη πλατσουρίζει ευτυχισμένη. Την πόζα τραβάει ο Αιμίλιος.

Κλείνω το άλμπουμ. Η Ζυλιέτ κοιμάται ήρεμα σαν παιδί αθώο.

Φεύγω όσο πιο αθόρυβα μπορώ.


Κοιτάζω από το παράθυρο μου την άγρια καταιγίδα. Σκέφτομαι τον μαλάκα που συνάντησα στην πόρτα: ‘Καινούργιος θα είναι δεν τον έχω ξαναδεί…’

Χτυπάει το τηλέφωνο.

- Θα έρθεις;

- Γίνεται χαμός γλυκιά μου…

- Κατάλαβα… άντε γαμήσου…

- Ζυλιέτ…

Ακούγεται ο ήχος από κατεβασμένο τηλέφωνο.

Σκέφτομαι:. ‘Μπα… μια υστερική αντίδραση… τίποτα άλλο. Το πρωί όλα θα είναι πάλι καλά’.

- Μαμά… γιατί κρατάς το μαχαίρι;


Η Χλόη είναι κόκκινη. Ένας αιμόφυρτος κλόουν

Κοντινό:

- Καταλαβαίνεις τώρα ρε μαλάκα;

- Δώδεκα χρόνια σ’ εκείνη την κόλαση ήταν αρκετά. Πλήρωσες, Ζυλιέτ… Σταμάτα πια να κομματιάζεσαι…

- Φύγε… Μάτια που πετάνε φωτιές


Γυρίζω την πλάτη στο παράθυρο. Κλείνω τα μάτια…

Το τηλέφωνο χτυπάει. Το ρολόι στο κομοδίνο δείχνει 5. Χαράματα.

Σκέφτομαι: ‘Ποιος πούστης…’

- Συγγνώμη για την ενόχληση… η φίλη σας αυτοκτόνησε…

Κατεβάζω το ακουστικό…

Wednesday, February 9, 2011

Μοιραία Ανακάλυψη


Με τον Θανάση μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά. Παρέα μάθαμε, πιτσιρικάδες ακόμη, τα μυστικά της μπάλας. Μαζί και τα πρώτα γράμματα στο σχολείο. Τις πρώτες βόλτες και τις αλητείες της εφηβείας και μοιραστήκαμε τις ρομαντικές εξομολογήσεις των πρώτων ερωτικών σκιρτημάτων. Κάναμε αχώριστη παρέα ως το τέλος του Λυκείου. Μετά εκείνος αποφάσισε να φύγει για την Αμερική. Είχε ένα θείο εκεί, οικονομικά καλοστεκούμενο, που συνεχώς του τριβέλιζε το μυαλό να τα παρατήσει όλα και να πάει να δουλέψει κοντά του. Ήταν έλεγε μεγάλος στην ηλικία, κι άκληρος και δεν είχε κάποιον να εμπιστευτεί τη δουλειά του και τη μικρή περιουσία του. Έτσι ο Θανάσης που από τη νεανική του ηλικία έδινε ιδιαίτερη προσοχή στην οικονομική του αποκατάσταση, διαβλέποντας ότι δεν είχε και πολύ αισιόδοξες προοπτικές εδώ στην πατρίδα, το πήρε απόφαση, μάζεψε τα λιγοστά του πράγματα και ξενιτεύτηκε.

Τους πρώτους μήνες έστελνε αραιά και που κανένα γράμμα, αλλά σύντομα σταμάτησε ώστε λίγο καιρό αργότερα δεν είχα ιδέα για το που βρίσκεται και το τι κάνει. Για δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια δεν έμαθα νέο του και μόνο στις ευκαιριακέςαναδρομές του μυαλού μου στο παρελθόν θυμόμουν την ύπαρξή του.

Γι αυτό και μου έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση το ότι κρατούσα στα χέρια μου ένα δικό του γράμμα. Ένα σύντομο, παράξενο γράμμα από εκείνον που κάποτε υπήρξε κολλητός μου φίλος. Μια-δυο σειρές χαιρετισμοί έκλειναν βιαστικά τα τυπικά και ακολουθούσε το μυστήριο. Με πληροφορούσε ότι σκόπευε να επισκεφτεί την Ελλάδα τον επόμενο μήνα. Επειδή πλέον δεν είχε κανένα στη ζωή (οι δικοί του είχαν αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο) προσδοκούσε στη δική μου βοήθεια. Μου ζητούσε να τον φιλοξενήσω για λίγες ημέρες, όσο θα χρειαζόταν να διεκπεραιώσει κάποιες πολύ σημαντικές του υποθέσεις, όπως έγραφε.

Αρχικά θεώρησα ότι επρόκειτο για περιουσιακά ζητήματα που θα έπρεπε να διευθετηθούν μετά τον θάνατο των γονέων του, αλλά η επισήμανσή του να μη μιλήσω σε κανέναν για την επικείμενη άφιξη του μ’ έβαλε σε σκέψεις. Απάντησα αμέσως με πολύ προθυμία ότι ήταν ευπρόσδεκτος να μείνει όσο ήθελε στο σπίτι. Και του ζήτησα να μου τηλεφωνήσει για να μου πει την ημερομηνία της άφιξής του ώστε να τον περιμένω στο αεροδρόμιο.

Πέρασαν εβδομάδες και ο Θανάσης δεν επικοινώνησε μαζί μου, ούτε τηλεφωνικώς ούτε δι’ αλληλογραφίας, έτσι που θεώρησα ότι κάτι απρόβλεπτο τον είχε αναγκάσει να ματαιώσει την επίσκεψή του. Απορροφημένος από την καθημερινότητα τον είχα σχεδόν ξεχάσει όταν ένα βράδυ, λίγο μετά που γύρισα στο σπίτι, άκουσα το κουδούνι της εξώπορτας να χτυπά επίμονα. Σηκώθηκα με δυσθυμία και άνοιξα για να αντικρίσω μπροστά μου με έκπληξη τον παλιό μου φίλο.

Την αρχική έκπληξη διαδέχθηκε ο ενθουσιασμός και ύστερα η περιέργεια να ακούσω πως πέρασε όλα αυτόν τον καιρό στον ξένο τόπο. Με πληροφόρησε ότι πέρασε δύσκολα χρόνια, σκληρής δουλειάς, αλλά πως από ένα σημείο και μετά κέρδισε το στοίχημα της ζωής και τώρα ήταν οικονομικά ανεξάρτητος και άνετος. Δε σκόπευε, μου εκμυστηρεύτηκε, να γυρίσει ποτέ ξανά, ιδίως μετά τον θάνατο των γονιών του. Μέχρι που συνέβη κάτι πάρα πολύ αναπάντεχο.

Όταν πέθανε ο θείος του κληρονόμησε όλα τα υπάρχοντα του και μαζί το πολυτελές σπίτι του σε μια πολύ καλή συνοικία του Ντιτρόιτ. Μέρες μετά, σκαλίζοντας –μάλλον από πλήξη- τη βιβλιοθήκη του ανακάλυψε ένα παμπάλαιο βιβλίο, την προέλευση του οποίου ούτε ο ίδιος γνώριζε, υπέθεσε όμως πως θα επρόκειτο για ένα από τα σπάνια και περίεργα βιβλία που είχε στην κατοχή του ο θείος του. Ο ίδιος δεν ήταν λάτρης της ανάγνωσης και γι αυτό δεν μπήκε ποτέ στον κόπο ούτε καν να ξεσκονίσει εκείνα τα παλαιά βιβλία που του κληροδότησε ο θείος του λίγο πριν κλείσει τα μάτια του. Μετάνιωνε τώρα γι αυτό, μου είπε, καθώς ανακάλυψε ότι τα περισσότερα ήταν πολύ σπάνια και περιζήτητα βιβλία, με μεγάλη αξία. Κυρίως όμως μετάνιωνε επειδή αν είχε μπει στον κόπο να τα ξεφυλλίσει θα ανακάλυπτε νωρίτερα τούτο εδώ το χειρόγραφο (και λέγοντας αυτό έβγαλε από την τσέπη και κούνησε στο χέρι του ένα παλιό κιτρινισμένο χαρτί), το οποίο θα τον είχε απαλλάξει άμεσα απ’ όλες τις βιοτικές ανάγκες, από τη σκληρή δουλειά και τις οικονομικές μέριμνες. Μου ανέφερε περιληπτικά τι έγραφε.

Το χειρόγραφο , που σίγουρα δεν ανήκε στον γραφικό χαρακτήρα του θείου του, αποκάλυπτε την τοποθεσία, όπου ήταν θαμμένο κάτι ιδιαίτερα πολύτιμο. Υπήρχε και κάποια ασαφής απειλή για εκείνον που θα τολμούσε να ξεθάψει αυτόν τον ‘θησαυρό’ και να τον αποκτήσει. Μου εξήγησε ότι αν και από το κείμενο δεν γινόταν σαφές το τί ακριβώς ήταν, πάντως επρόκειτο για τη λεία πειρατών στον μεσαίωνα, η οποία όμως σύμφωνα με τον θρύλο ήταν καταραμένη γιατί αποκτήθηκε με βία και αίμα. Οι ίδιοι οι πειρατές μετά την ανακάλυψη και το θάψιμο του πολύτιμου αντικειμένου, αποδεκατίστηκαν από διάφορες αιτίες, ο ένας μετά τον άλλον. Ο τελευταίος από δαύτους, λοστρόμος στο πειρατικό το έθαψε σε ‘κείνο το σημείο λίγο πριν πεθάνει κι έγραψε αυτό το σημείωμα.

Ο θείος μου’, είπε ο Θανάσης, ‘ήταν πολύ προληπτικός και δειλός κι ενώ είχε πλήρη γνώση του χειρόγραφου ποτέ δεν προσπάθησε να το αναζητήσει, φοβούμενος τις συνέπειες της κατάρας’.

Εσύ δεν υπολογίζεις σ’ αυτή την απειλή;’, τον ρώτησα.

Μη γίνεσαι παιδί, Άρη’. απάντησε. ‘Είναι δυνατόν να δώσω βάση σε τέτοιες δεισιδαιμονίες;

Έμεινε τρεις ημέρες στο σπίτι μου. Προφανώς όσες του χρειάστηκαν για να οργανώσει την εξόρμησή του στην επαρχιακή πόλη που του υποδείκνυε το παράξενο χειρόγραφο. Τον ρώτησα αν ήθελε να πάω μαζί του. Σκοτείνιασε για λίγο και μου αποκρίθηκε πως το μόνο που χρειαζόταν ήταν το να υπολογίζει σ’ εμένα σε περίπτωση που χρειαστεί κάποιο άλλοθι.

Ασφαλώς, Θανάση’ του είπα χωρίς πολύ σκέψη. Στα μάτια του διέκρινα μια αποκρουστική λάμψη αλαζονείας και απληστίας.

‘Φίλε μου, αυτό το γράμμα είναι ασφαλώς το τελευταίο που λαμβάνεις από μένα. Σου γράφω από το κρεβάτι του θανάτου. Όταν έφυγα ακολούθησα πιστά τις οδηγίες του χειρόγραφου που ανακάλυψα στο βιβλίο. Πήγα στην πόλη που ο άγνωστος συγγραφέας του μου υπέδειξε. Νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο. Από το επόμενο σούρουπο ξεκίνησα την αναζήτηση. Αν και το μέρος υποδεικνυόταν σαφώς χρειάστηκα τρεις ημέρες μέχρι να το εντοπίσω. Η πόλη έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια κι εγώ δεν μπορούσα να εμπιστευτώ κανέναν για να ρωτήσω πληροφορίες.

Όταν τελικά βεβαιώθηκα ότι βρήκα το σωστό σημείο άρχισα να σκάβω μανιωδώς. Χρειάστηκαν αρκετές ώρες διότι στο διάστημα που μεσολάβησε οι επιχωματώσεις είχαν μεγαλώσει το βάθος του σκάμματος, όπου το πολυπόθητο ήταν θαμμένο. Κι εγώ δεν είμαι και συνηθισμένος στη χειρωνακτική εργασία. Εκείνες τις ώρες, και με την αγωνία μου να μεγαλώνει, μετάνιωσα αρκετές φορές που δε σου ζήτησα να έρθεις μαζί μου. Ευτυχώς όμως που δεν το έκανα…

Λίγο πριν το χάραμα το φτυάρι χτύπησε κάτι σκληρό. Ακούστηκε καθαρά ο ήχος του ξύλου. Βούτηξα μέσα στο σκάμμα. Τυφλωμένος από την επιτυχία, άρχισα να σκάβω πυρετωδώς με τα χέρια. Ανέσυρα με δυσκολία ένα πολύ βαρύ μπαούλο και το καθάρισα από το χώμα. Με το φτυάρι έσπασα το λουκέτο κι άνοιξα το καπάκι.

Ω, φίλε μου, δεν μπορείς να φανταστείς το θέαμα. Είχα μείνει έκθαμβος από το μεγαλείο του πλούτου που τόσους αιώνες έκρυβε τούτη η κασέλα.

Όσο μπορούσα πιο γρήγορα φόρτωσα το μπαούλο στο πορτ-μπαγκάζ του τζιπ που είχα νοικιάσει. Ξημέρωνε κι έπρεπε να επιστρέψω χωρίς να με δει κανείς. Όταν έφτασα στο ξενοδοχείο η πόλη είχε μπει κανονικά στους καθημερινούς ρυθμούς της. Θα ήταν πολύ επικίνδυνο να μεταφέρω την ανακάλυψή μου στο δωμάτιο. Προτίμησα να την αφήσω στο αμάξι, το οποίο άλλωστε ήταν ασφαλές στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου και να αναχωρήσω το απόγευμα για την Αθήνα.

Ανέβηκα στο δωμάτιο. Έδωσα εντολή στη ρεσεψιόν να μη μ’ ενοχλήσει κανείς πριν πέσει ο ήλιος. Ένοιωθα πολύ κουρασμένος. Αποφάσισα να κοιμηθώ μέχρι να βραδιάσει οπότε και θα έφευγα με μεγαλύτερη μυστικότητα. Αλίμονο! Ξύπνησα την επόμενη μέρα το απόγευμα και διαπίστωσα ότι δεν ήμουν ικανός να σηκωθώ από το κρεβάτι. Ψηνόμουνα στον πυρετό και στις παλάμες μου είχαν ανοίξει μεγάλες χαρακιές από όπου έτρεχε αίμα και πύον. Τρόμαξα πάρα πολύ. Ζήτησα να μου στείλουν ένα γιατρό. Ο γιατρός που μ’ εξέτασε μίλησε για μια ασυνήθιστη αλλεργία και μου σύστησε να μεταφερθώ αμέσως το νοσοκομείο. Αρνήθηκα, αλλά ήταν ανένδοτος. Μεταφέρθηκα με ασθενοφόρο στο δημόσιο νοσοκομείο της πόλης. Επί πέντε ημέρες πέρασα όλες τις εξετάσεις, αλλά οι γιατροί δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν την αιτία του προβλήματος.

Παρά τη φροντίδα και τα φάρμακα η κατάσταση μου επιδεινώθηκε. Το κορμί μου άρχισε να σχίζεται σαν σαπισμένο κρέας. Πότε στο στομάχι, πότε στα πόδια ακόμη και στο πρόσωπο. Οι γιατροί μιλούσαν για κάποια άγνωστη μορφή καρκίνου, όμως εγώ ήξερα πια τι έφταιγε. Την έκτη νύχτα αφού κατάπια μια διπλή δόση μορφίνης που μου χορηγούσαν αφειδώς, σηκώθηκα. Ντύθηκα και ανεπαίσθητα γλίστρησα έξω από το νοσοκομείο χρησιμοποιώντας την έξοδο κινδύνου. Σύρθηκα ως το ξενοδοχείο. Το αμάξι μου ήταν ακόμη στο πάρκινγκ και μ’ ένα γενναίο φιλοδώρημα έπεισα τον φύλακα, που με κοίταζε μισός με οίκτο, μισός με αηδία, να πάρω το όχημα. Τράβηξα απευθείας για το μέρος όπου ξέθαψα αυτή την κατάρα. Ούτε εγώ ξέρω που βρήκα τη δύναμη να ξεφορτώσω την κασέλα και να την παραχώσω, όσο καλύτερα μπορούσα, στο ίδιο σημείο σπρώχνοντας με τα χέρια μου το χώμα από πάνω. Ύστερα ανέβηκα στο αμάξι και βγήκα στην εθνική. Οι δυνάμεις μου μ’ εγκατέλειψαν. Σταμάτησα στην άκρη και λιποθύμησα. Το πρωί ξύπνησα και πάλι στο νοσοκομείο όπου οι γιατροί αφού με κατσάδιασαν μου εξήγησαν πως –για… καλή μου τύχη - κάποιος περαστικός οδηγός με είδε σε άθλια κατάσταση στον δρόμο και ειδοποίησε την αστυνομία.

Ήλπιζα ότι αυτή μου η κίνηση θα ανέστρεφε τη μοιραία μου κατάληξη. Τις πρώτες δυο ημέρες πίστεψα ότι τα κατάφερα. Η υγεία μου δε βελτιώθηκε, αλλά ούτε επιδεινώθηκε. Όμως εδώ και τέσσερις ημέρες τα πράγματα εξελίσσονται ραγδαία. Είναι λίγες, πολύ λίγες οι στιγμές που έχω πνευματική διαύγεια. Οι πληγές χάσκουν στο κορμί μου και πονάω φρικτά. Νοιώθω ότι πεθαίνω κυριολεκτικά ζωντανός. Οι γιατροί στέκονται συνήθως παράμερα και κουνάνε το κεφάλι τους απελπισμένα. Καταλαβαίνω ότι δεν έχω πολύ χρόνο μπροστά μου.

Σου στέλνω αυτό το γράμμα για να σε προειδοποιήσω. Έχω εσωκλείσει το χειρόγραφο με τις οδηγίες για την ανακάλυψη του καταραμένου θησαυρού. Κάνε ό,τι νομίζεις Άρη. Σ’ ευχαριστώ για την αφοσίωσή σου. Συγγνώμη που στάθηκα, τόσο εγωιστής ακόμη κι απέναντί σου, αλλά –πίστεψέ με- η δική μου απληστία ίσως αποτελέσει τη σωτηρία σου.

Καλή τύχη, φίλε μου!

Θανάσης’

Τσαλάκωσα αναστατωμένος το χαρτί. Το φως των κεριών, που φώτιζε το μικρό μου δωμάτιο, δημιουργούσε περίεργες σκιές στον τοίχο. Τηλεφώνησα στο νοσοκομείο. Με πληροφόρησαν ότι ο Θανάσης είχε καταλήξει το προηγούμενο βράδυ. Ξανακοίταξα τον φάκελο. Μέσα ήταν όντως το μοιραίο χειρόγραφο. Το κοίταξα προσεκτικά. Όπως μου τα είχε πει ο άτυχος φίλος μου. Μια σύντομη ιστορία και στο τέλος του κειμένου ένας προχειροφτιαγμένος χάρτης που υποδείκνυε το ακριβές σημείο όπου έπρεπε να σκάψει ο άμυαλος αναγνώστης. Χωρίς δισταγμό το σήκωσα πάνω από το κηροπήγιο. Μια κατακόκκινη φλόγα κατάπιε το κιτρινισμένο χαρτί και μαζί όλο του τον τρόμο.

Friday, February 4, 2011

ΝΑ ΜΕ ΘΥΜΑΣΑΙ


Με μυαλό ανοιχτό στις νέες ιδέες και συνάμα μιαν απίστευτη συντηρητικότητα αντικρίζω τις καινούργιες μάσκες στα πρόσωπα που τόσο καλά γνωρίζω.

Καλούμαι τώρα να φυτέψω δυο τριαντάφυλλα κι ένα κουφάρι σκύλου και να περιμένω ν' ανθίσει μια ροδιά. Διακρίνω όμως την έμφυτη ανασφάλειά μου ν' αυξάνεται κατακλύζουσα τραγικά το είναι μου και αναβάλω τις αποφάσεις μου.

Οι μέρες μου κυλούν βαρετά μέσα στο απόλυτο τίποτα. Σαν να μην υπήρξα ποτέ ή σαν να υπήρχα πάντα. Ο Θεός μου γνέφει χαμογελώντας ήρεμα, βέβαιος πως στο τέλος θα με κερδίσει. Θέλω να πω όσο πιο ισχυρός είσαι τόσο πιο μεγάλο το στήριγμα που χρειάζεσαι. Κι έτσι βαδίζω σιωπηλός κι ατάραχος προς τη Σωτηρία ή την Αιώνια Κόλαση.

Βυθίζομαι στην αδιατάρακτη ακινησία του Τίποτα. Μόνον οι εφιάλτες στις μακρές νύχτες μου θυμίζουν ότι υπάρχει ζωή στο σώμα αυτό που δείχνει νεκρό.

Εφιάλτες που δεν μ' αφήνουν να ξεφύγω απ' την σκέψη σου. Που με τιμωρούν για ό,τι κάνω και όσα παραλείπω. Που με βασανίζουν για τις ασυγχώρητες αμαρτίες μου.

Και γονατίζω να προσευχηθώ μα δεν βγαίνουν λέξεις γιατί είμαι άλαλος.

Εφιάλτες δίχως τέλος και μια όμορφη γυναίκα ντυμένη στα κόκκινα που τη λένε Διάβολο, αλλά πιο σωστά να την έλεγαν Έρωτα, Πειρασμό, Πάθος.

Κι ύστερα ξυπνώ ιδρωμένος και νοιώθω ότι πνίγομαι, ότι δεν μπορώ ν' ανασάνω γιατί είμαι νεκρός.

Κι όταν απλώνω το χέρι μου αγκαλιάζω το απόλυτο τίποτα, μέσα στο οποίο, ίδια κι απαράλλακτα, κυλάνε όλες οι μέρες μου και θα 'πρεπε να ουρλιάζω από πόνο, αλλά δεν μπορώ γιατί είμαι αναίσθητος.

Αφομοιώνω σωρούς πνευματικών επιδράσεων και σιγά-σιγά μετατρέπομαι σ' ένα τέρας με δέκα κεφάλια και τρεις ψυχές. Έτσι που να τα χωράνε όλα, ν' ανήκω σ' όλους, να συμφωνώ με όλους.

Και μέσα σ' αυτόν τον κυκεώνα των μεταμφιέσεων έχασα το πρόσωπό μου και δεν μπορώ πια να το 'βρω γιατί είμαι βυθισμένος στη Λήθη.

Διοχετεύω τα συναισθήματά μου προς όλους ενώ στην πραγματικότητα μόνο για σένα αισθάνομαι κι έπειτα σιχαίνομαι τον εαυτό μου για όσα κάνει, μα δεν έχω τη δύναμη να το αλλάξω.

Έτσι που η ζωή μου είναι γεμάτη από συγκινήσεις και άδεια από ευτυχία αναρωτιέμαι πως οι άνθρωποι με τα χίλια πρόσωπα καταφέρνουν να είναι υγιείς.

Τώρα κι εσύ απομακρύνεσαι με αποφασιστικότητα και φρικιαστική ηρεμία. Και πίσω μου τρελλό χορό έστησαν οι Δαίμονες της Μοναξιάς που με αγκάθια αιχμηρά τρυπάνε τα πόδια μου και με ποτίζουν χολή και ξύδι.

Κι εγώ δεν έχω κουράγιο να σε κρατήσω και ίσως δεν έχω ούτε δικαίωμα γιατί ο δικός μου δρόμος

μοιάζει να είναι φτιαγμένος να χωράει μόνο εμένα ώστε να μπορούν οι άτακτοι δαίμονες να με βασανίζουν ανενόχλητοι κάθε στιγμή…

Να με θυμάσαι…

Tuesday, January 25, 2011

Η 'Μάγισσα'

Κάθομαι στο γραφείο στη μικρή μου σοφίτα και κοιτάζω έξω την νυχτερινή πόλη. Πέφτει ένα συνεχές, αραιό ψιλοβρόχι και ένα πέπλο ομίχλης καλύπτει την ατμόσφαιρα. Προσπαθώντας μάταια να καλύψει και τους εφιάλτες μου. Είναι μια ολόιδια νύχτα σαν κι εκείνη που σημάδεψε τη ζωή μου.


Δίδασκα τότε, ως αναπληρωτής, σ’ ένα ορεινό χωριό, πολλά χιλιόμετρα μακριά από την Αθήνα. Οι κάτοικοι ήταν άνθρωποι ήσυχοι, φιλόξενοι, χωρατατζήδες, έξω καρδιά που λένε. Είχαν σε μεγάλη υπόληψη τους πρωτευουσιάνους και δη τους γραμματιζούμενους. Εγώ ως νέος δάσκαλος στο χωριό έχαιρα ιδιαίτερης εκτίμησης. Έκανα παρέα με όλους, νέους και γέρους. Τα απογεύματα έβγαινα στο καφενείο της πλατείας και καθόμουν λίγο στο ένα τραπέζι, λίγο στο άλλο ώστε να μη προσβάλλω κανένα. Πιο πολύ, όμως, μου άρεσε η συντροφιά του Αντώνη. Ένα νέο παλικάρι, κοντά στην ηλικία μου, γεμάτο ζωή, χαρά και αισιοδοξία. Μου άρεσε η συντροφιά του γιατί με αποσπούσε από τις δικές μου μίζερες και μαύρες σκέψεις και με γέμιζε με τη δική του δύναμη και όρεξη για τη ζωή.

Ο Αντώνης δούλευε στη γειτονική πόλη σε οικοδομές. Ήταν ψηλός και λόγω της εργασίας του εξαιρετικά γεροδεμένος. Ίσως φανταστεί κανείς ότι εξαιτίας της επαρχιώτικης καταγωγής του και της χειρωνακτικής εργασίας του ήταν ένας απλός χωρικός χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις και ανησυχίες. Κι όμως ο Αντώνης, χωρίς να έχει προκόψει ιδιαίτερα στα γράμματα –προφανώς λόγω των οικονομικών αναγκών της οικογένειάς του- ήταν ένα ανήσυχο άτομο. Του άρεσε να διαβάζει λογοτεχνικά και φιλοσοφικά βιβλία και μέσω της ενασχόλησης του με την ανάγνωση είχε αποκτήσει μια αξιόλογη παιδεία έτσι ώστε οι συζητήσεις μαζί του μόνο βαρετές δεν μπορούσαν να χαρακτηριστούν. Ήταν μόνος του στη ζωή καθώς είχε χάσει τους γονείς του σε παιδική ηλικία από κάποια πυρκαγιά που είχε καταστρέψει το χωριό. Ο ίδιος γλίτωσε από θαύμα και το μόνο ενθύμιο που είχε από τους δικούς του ήταν ένα μενταγιόν που απεικόνιζε μια γοργόνα. Του το είχε περάσει η μάνα του στον λαιμό λίγο καιρό πριν τον θάνατό της για να του φέρνει τύχη.

Μαζί συζητούσαμε ώρες ατελείωτες για το έργο του Μπόρχες και του Κάφκα, για τη φιλοσοφία του Χάιντεγκερ και του Σαρτρ, για την ιδιαίτερη τέχνη του Μουνκ και του Έσερ. Κάθε μας συζήτηση ήταν μια αποκάλυψη και χαιρόμουν πολύ για τις αξιέπαινες ανησυχίες του συνομιλητή μου.

Όλα κυλούσαν ήσυχα στον ευλογημένο εκείνο τόπο ώσπου παρουσιάστηκε εκείνη.

Κανείς δεν ήταν σίγουρος από πού ήρθε. Άλλοι λέγανε από κάποιο μακρινό χωριό, άλλοι από την πρωτεύουσα, άλλοι πάλι από ξένο τόπο.


Ήταν πανέμορφη η Μαρκέλλα. Ψηλή, με πάλλευκη επιδερμίδα και ένα ολόισιο κατάμαυρο μαλλί που έφτανε μέχρι τη μέση της. Προκαλούσε το δέος και τον θαυμασμό όλων όσων την συναντούσαν, ωστόσο μιλούσε ελάχιστα, μόνο για τα απολύτως απαραίτητα, και τα μαύρα μάτια της είχαν μια περίεργη, απόκοσμη λάμψη ώστε κανείς να μη τολμά να την κοιτάξει κατάματα για πολύ ώρα.

Όταν την αντίκρισε ο Αντώνης έμεινε ενεός. Νομίζω ότι ήταν αυτό που λέμε κεραυνοβόλος έρωτας αφού από τότε δε σταμάταγε να μιλάει για κείνη και κάθε φορά που την αντίκριζε κάρφωνε το βλέμμα του πάνω της μαγεμένος και χανόταν στις δικές του ανομολόγητες σκέψεις. Στην αρχή τον πείραζα για τα συναισθήματα που του προκαλούσε αυτή η παράξενη κοπέλα, γρήγορα όμως κατάλαβα πως αυτό τον ενοχλούσε διότι δεν επρόκειτο για έναν απλό πόθο, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο· θαρρείς και στη μορφή της ενσαρκωνόταν όλα του τα όνειρα για τη ζωή.

Μέρα με τη μέρα τον έβλεπα να βυθίζεται ολοένα και περισσότερο στον έρωτά του για την Μαρκέλλα. Αραίωσε τις εμφανίσεις του στο καφενείο και όταν βρισκόμασταν μου μίλαγε μόνο γι αυτή και το πόσο μοναδική είναι. Προσπάθησε πολλές φορές να την προσεγγίσει, όμως εκείνη ήταν και προς αυτόν το ίδιο ψυχρή, τυπική και απόμακρη όσο και με όλους τους άλλους. Αποκλείεται να μην είχε καταλάβει τα συναισθήματα του Αντώνη διότι μια και μόνο ματιά στην έκφρασή του όταν την έβλεπε αρκούσε για να αποκαλύψει τη φλόγα που έκαιγε μέσα του για το πανέμορφο αλλά τόσο δυσπρόσιτο αυτό πλάσμα.


Κόντευε πρωτοχρονιά, τρεις μήνες μετά την άφιξη της Μαρκέλλας στο χωριό, όταν τον πέτυχα σε μια ερημική εξοχή να γράφει μανιωδώς σ’ ένα χαρτί. Στην πρώτη μου ερώτηση τι γράφει, αντέδρασε κάπως ενοχλημένος και έκρυψε τα χαρτιά του. Μετά όμως, σα να αναγνώρισε στο πρόσωπό μου τον καλό του φίλο, και να κατάλαβε ότι δεν χρειάζεται να κρύβεται από μένα μου εκμυστηρεύτηκε την αγωνία του.

Ήταν σχεδόν ένας μήνας τώρα που έγραφε ερωτικά ποιήματα για την Μαρκέλλα. Τη νύχτα, όταν ήταν σίγουρος πως κανείς δε θα τον έβλεπε, ανηφόριζε μέχρι το σπίτι της στο τέρμα σχεδόν του χωριού και τα πέταγε κάτω από την πόρτα της. Ανυπόγραφα. Δεν είχε τολμήσει να αποκαλύψει στο ερωτικό αντικείμενο του πόθου του ποιος ήταν ο μαγεμένος θαυμαστής της. Μιλήσαμε ώρα και μου εξήγησε ότι κάτι στο βλέμμα αυτής της κοπέλας τον απέτρεπε από το να εκφράσει ανοιχτά τον έρωτά του.

Τον παρότρυνα λέγοντάς του ότι είναι πανέμορφο παλικάρι, ότι αποκλείεται να την αφήσει ασυγκίνητη, και ότι στο κάτω της γραφής δεν μπορούσε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του γράφοντας και στέλνοντας ανώνυμα ποιήματα και λιώνοντας από τον πόθο του για μια γυναίκα. Ας της μιλούσε και αν τον απέρριπτε τουλάχιστον θα το έπαιρνε απόφαση και θα το ξεπερνούσε. Συμφώνησε μαζί μου και αποφάσισε ότι την επόμενη νύχτα, αντί να ρίξει το καθημερινό του σημείωμα θα χτυπούσε την πόρτα της Μαρκέλλας, και ευγενικά αλλά με θάρρος θα της αποκάλυπτε τον έρωτά του.

Μου ζήτησε τη συμπαράστασή μου, έτσι το επόμενο βράδυ, όταν όλο το χωριό είχε κοιμηθεί ξεκινήσαμε παρέα για το απόμακρο σπίτι της Μαρκέλλας. Έριχνε από νωρίς ένα αραιό, αλλά συνεχές ψιλοβρόχι, όπως τώρα, και προχωρούσαμε αμίλητοι , δίπλα- δίπλα βυθισμένοι στις σκέψεις μας. Εκείνος σκεφτόταν τον σκοτεινό του άγγελο, κι εγώ τη σκοτεινή μου ζωή, τον επόμενο χειμώνα που θα έπρεπε να τον περάσω στην Αθήνα.

Όταν φτάσαμε επιτέλους έξω από την αυλή της, του έσφιξα το μπράτσο και του είπα να μη δειλιάσει. Τα μάτια του έλαμπαν κι αυτό με έκανε να καταλάβω πως εκείνη τη στιγμή ήταν δυνατός και αγέρωχος όσο όταν τον είχα γνωρίσει. Όλοι του οι φόβοι, οι δισταγμοί, οι ενδοιασμοί είχαν φύγει και μια φωτεινή σιγουριά γαλήνευε το πρόσωπό του. Τον ρώτησα αν ήθελε να τον περιμένω. Μου είπε γελώντας ότι δεν υπήρχε λόγος να μείνω όλη τη νύχτα έξω με αυτή την βροχή και μου έκλεισε πονηρά το μάτι. Χαμογέλασα και τον αγκάλιασα εγκάρδια.

Τον παρακολούθησα να κατευθύνεται με αποφασιστικότητα προς το κατώφλι της Μαρκέλλας. Στάθηκε παίρνοντας μια βαθιά ανάσα και χτύπησε ήρεμα, αλλά δυνατά την πόρτα. Η πόρτα άνοιξε, ένα μουντό φως, φως κεριών φώτισε το κατώφλι. Δεν διέκρινα εκείνη. Εκείνος μπήκε και η πόρτα έκλεισε.

Έστριψα ένα τσιγάρο και το κάπνισα αργά, απολαυστικά κάτω από τη φυλλωσιά ενός πλατάνου που με προστάτευε -κατά το δυνατόν- από τη βροχή. Από το σπίτι της Μαρκέλλας δεν ακουγόταν το παραμικρό. Έσβησα το τσιγάρο και πήρα τον δρόμο πίσω για το σπίτι μου. Η κούραση της ημέρας και η ένταση της νύχτας δε μου άφησε περιθώρια για πολλές σκέψεις πλάγιασα δίπλα στη ζεστασιά της ξυλόσομπας και αποκοιμήθηκα.


Κοιμήθηκα βαθιά, ασυνήθιστα βαριά. Ξύπνησα απότομα από βίαια χτυπήματα στην πόρτα μου. Αλλόφρονες χωρικοί, φώναζαν και χειρονομούσαν με ένταση. Μιλούσαν ή μάλλον έσκουζαν όλοι μαζί έντρομοι. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Μόνο ότι επρόκειτο για τον Αντώνη. Ντύθηκα βιαστικά και βγήκα μαζί τους στον δρόμο. Με οδηγούσαν, σχεδόν με έσερναν, προς την πλατεία του χωριού. Κάτω από το μεγάλο γέρικο πεύκο διέκρινα τον Αντώνη, ημίγυμνο, κουλουριασμένο σε εμβρυακή στάση. Έτρεξα πανικόβλητος κοντά του. Ήταν κάθιδρος κι έτρεμε σα να είχε πυρετό. Από τα μισάνοιχτα χείλη του έτρεχε αφρισμένο σάλιο και τα μάτια του ήταν ορθάνοιχτα, γεμάτα τρόμο, λες και είχε συναντήσει τον πιο αποτρόπαιο δαίμονα.

Προσπάθησα να τον συνεφέρω, με απαλά χτυπήματα στα μάγουλα. Του μίλαγα και τον ρωτούσα τι συνέβη, μα εκείνος απαντούσε με κάτι ασυνάρτητες, άναρθρες κραυγές, με ψευδίσματα και ακατάληπτους ήχους. Άρπαξα το πρόσωπό του στα χέρια μου και το έστρεψα έτσι ώστε να συναντήσω απευθείας τα μάτια του.

‘Τι έγινε, Αντώνη;’

‘Μακριά…μακριά…’ ήταν οι μόνες λέξεις που κατάφερα να ξεδιαλύνω από το παραλήρημά του.

Οι συγχωριανοί του με τράβηξαν βιαία και με ρώτησαν τι συνέβη. Δεν ήθελα να τους πω. Αλλά ήταν τέτοια η πίεσή τους που αναγκάστηκα να τους διηγηθώ ότι ήξερα για το προηγούμενο βράδυ. Μόλις άκουσαν την ιστορία μου, έτρεξαν όλοι μαζί κατά το σπίτι της Μαρκέλλας. Γύρισα να δω τον Αντώνη. Είχε γίνει άφαντος. Με όση δύναμη είχα έτρεξα πίσω από τους αλαφιασμένους χωρικούς. Φοβόμουν για κάτι χειρότερο που μας απειλούσε.

Ένα τσούρμο από δαύτους στέκονταν έξω από την πόρτα της και τη βροντούσαν με πάταγο. Η πόρτα δεν άνοιγε. Τότε δυο γεροδεμένοι άντρες έπεσαν με ορμή πάνω της και την έσπασαν. Έτρεξα γρήγορα να προλάβω το κακό. Όμως το σπίτι ήταν έρημο. Καμιά ένδειξη παρουσίας. Η φωτιά τρεμόπαιζε στο τζάκι, έτοιμη να σβήσει. Στο τραπέζι, στο κέντρο του μοναδικού δωματίου του σπιτιού, ένα κερί από ώρα σβησμένο κι ένα ανοιχτό βιβλίο. Γύρω στους τοίχους ράφια γεμάτα βιβλία. Πλησίασα. Παράξενα βιβλία. Γραμμένα σε μια γλώσσα αλλόκοτη. Δεν μπορούσα να προσδιορίσω με καμιά γνώση μου την προέλευση της. Κοίταζα μια-μια τις ράχες τους και μου φαινόταν σαν σκόρπια σύμβολα ατάκτως ερριμένα. Κανένα νόημα.

‘Δάσκαλε’ φώναξε κάποιος. ‘Κοίτα εδώ. Τι είναι αυτό;’

Η σελίδα του ανοιχτού βιβλίου πάνω στο τραπέζι ήταν άλλη μια τρομακτική έκπληξη. Μια μεγάλη φωτογραφία ενός αποκρυφιστικού συμβόλου κι από κάτω κάτι γραμμένο στην ίδια αλλόκοτη, άγνωστη σε μένα γλώσσα.

‘Μάγισσα! Μάγισσα!’, φώναζε το αλαφιασμένο πλήθος. Ξεχύθηκαν έξω στους μικρούς δρόμους του χωριού εξαγριωμένοι. Έψαξαν μέρες για την Μαρκέλλα. Είχε εξαφανιστεί. Το ίδιο και ο Αντώνης. Εγώ έψαχνα για τον φίλο μου. Αδιαφορούσα για την ‘μάγισσα’. Πήγα σε κάθε πιθανό μέρος. Σε κάθε προσωπική του ερημιά. Όπου ήξερα ότι του άρεσε να απομονώνεται. Πουθενά.

Κι όμως. Σε μένα έλαχε, και πάλι ο κλήρος να τον ανακαλύψω. Ήταν 7 ημέρες μετά τα συμβάντα. Περπατούσα μόνος στο μονοπάτι που οδηγούσε στην κορυφή του βουνού. Οι χωρικοί είχαν αλλάξει στάση. Δεν ήταν πια εγκάρδιοι και φιλικοί μαζί μου. Όταν εμφανιζόμουν στο καφενείο, έβλεπα την ενόχληση και την απέχθεια στο πρόσωπό τους. Με απέφευγαν και όταν τους χαιρετούσα εκείνοι απευθύνονταν στον διπλανό τους για να μιλήσουν τάχα για κάποιο πρόβλημα στα χωράφια τους, λες και μόλις τότε το είχαν ανακαλύψει. Μετά από δυο-τρεις τέτοιες προσπάθειες σταμάτησα να κατεβαίνω στην πλατεία. Έπαιρνα τις ερημιές. Αφενός έχοντας μια κρυφή ελπίδα ότι θα εντόπιζα τον Αντώνη. Αφετέρου γιατί δεν άντεχα τα καχύποπτα βλέμματα και την εχθρότητα των πρώην φίλων.


Υπήρχε μια στροφή στο μονοπάτι για το βουνό όπου ο δρόμος σχεδόν χανόταν. Με δυσκολία ένας άνθρωπος μπορούσε να περάσει ανάμεσα στα βράχια και μια όχι ιδιαίτερα βαθιά, αλλά σίγουρα απόκρημνη και επικίνδυνη χαράδρα απλωνόταν από κάτω. Κοίταξα με δέος στο βάθος της και διέκρινα με δυσκολία, μια σκούρα ογκώδη μάζα. Κατέβηκα με ιδιαίτερη προσπάθεια και προσοχή τα άγρια βράχια, στηριζόμενος σε ακανθώδεις θάμνους και πέτρες. Πλησίασα και διαπίστωσα πως επρόκειτο για ένα ακίνητο ανθρώπινο σώμα. Η πλάτη του ήταν γυρισμένη προς το μέρος μου. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Με υπεράνθρωπη προσπάθεια νίκησα τον φόβο μου, έπιασα το χέρι του και γύρισα το σώμα προς το μέρος μου. Τα νεκρά μάτια του Αντώνη καρφώθηκαν στα δικά μου. Γεμάτα ακόμη με τον ίδιο άφατο τρόμο, όπως τότε που τα αντίκρισα κάτω από το γέρικο πεύκο της πλατείας εκείνο το μοιραίο πρωινό.

Ο παπάς δεν δέχτηκε να τον θάψει στο κοιμητήριο της εκκλησίας. Τον παραχώσαμε σε μια γωνιά έξω από τον περίβολο του νεκροταφείου. Στην κηδεία δώσαμε το παρών μόνον εγώ, ο νεκροθάφτης, που για ένα φλασκί τσίπουρο δεν είχε αντίρρηση να κάνει ό,τι του ζητούσα, και ο γιατρός από τη διπλανή κωμόπολη τον οποίο φώναξα για να διαπιστώσει τον θάνατό του.

Κανείς από το χωριό, κανείς από τους ανθρώπους που τόσο αγάπησαν κάποτε τον Αντώνη, δεν δέχτηκε να παραστεί στην ιδιωτική και τόσο θλιβερή κηδεία του. Όλοι φοβόντουσαν ότι η μάγισσα τον είχε βρικολακιάσει. Η σωρός του ήταν ανίερη και αποκρουστική. Και μόνον το γεγονός ότι ήταν θαμμένος εκεί κοντά τους προκαλούσε τρόμο και με πολύ μεγάλη δυσκολία και απειλές για προσφυγή στη δικαιοσύνη κατάφερα να αποσπάσω τη συναίνεσή τους για την ταφή. Το μόνο κτέρισμα που τον συνόδευσε στην αιώνια κατοικία του ήταν το αγαπημένο του μενταγιόν με τη γοργόνα, που του είχε χαρίσει η μακαρίτισσα η μάνα του. Το μόνο εφόδιο του για το ταξίδι…

Το καλοκαίρι έληξε η σύμβασή μου ως αναπληρωτή. Έφυγα από το χωριό. Κανείς δε με αποχαιρέτησε. Κανείς δε μου μιλούσε από τη μέρα των τραγικών γεγονότων. Ακόμη και τα παιδιά στην τάξη έδειχναν φοβισμένα και επιφυλακτικά. Ακόμη δεν έχω καταλάβει πως εκείνος ο παράδεισος, μέσα σε μια νύχτα μετατράπηκε σε κόλαση.


Πέρασαν επτά χρόνια από τότε. Δεν μπόρεσα ποτέ να ξεχάσω αυτή την αλλόκοτη ιστορία. Εφιάλτες στοίχειωναν τον ύπνο μου και μια ανεκπλήρωτη υποχρέωση προς τον Αντώνη δε μ’ άφηνε να ησυχάσω. Ένοιωθα υπεύθυνος για τον θάνατό του και δεν μπορούσα να το ξεπεράσω. Το φθινόπωρο που μας πέρασε έλαβα τις αποφάσεις μου.

Σηκώθηκα νωρίς το πρώτο Σάββατο του Οκτώβρη . Πήρα το πρωινό ΚΤΕΛ. Ύστερα από εφτά ώρες δρόμο έφτασα στην επαρχιακή πόλη. Μετά το τοπικό λεωφορείο, άλλη μια ώρα για το χωριό. Ήταν σούρουπο όταν αποβιβάστηκα στην πλατεία. Όλοι ήταν στο μοναδικό καφενείο. Ανέμελοι έπιναν τσίπουρα, έπαιζαν χαρτιά και τάβλι και έλεγαν χωρατά και κουτσομπολιά.

Όταν εμφανίστηκα μπροστά τους κοκάλωσαν. Κάθε συζήτηση διεκόπη. Όλοι είχαν καρφώσει το βλέμμα τους πάνω μου σα να έβλεπαν έναν παλιό εφιάλτη.

‘Μη με κοιτάτε, έτσι’ φώναξα. ‘Για εκείνον γύρισα. Ήρθα να τον βγάλω’…

Σα να μη με είχαν ακούσει καθόλου γύρισαν τις πλάτες και συνέχισαν τις ασχολίες και τις συζητήσεις τους από εκεί που τις είχαν διακόψει. Στεκόμουν απελπισμένος μπροστά στοπ καφενείο, αλλά κανείς δε με κοιτούσε. Κανείς δε μου έδινε σημασία. Λες και δεν υπήρχα. Λες και δεν είχα σώμα, φωνή, ύπαρξη. Ένα φάντασμα που δεν μπορούσε να γίνει αντιληπτό από κανένα.

Κοιμήθηκα λίγες ώρες και ανήσυχα στην αυλή του ερειπωμένου πια σπιτιού, εκεί όπου κάποτε έμενε η Μαρκέλλα. Εκεί όπου ξεροστάλιαζε ο Αντώνης πριν και αφού ρίξει τα ανώνυμα ποιήματά του κάτω από την πόρτα της. Χιλιάδες δαίμονες στοίχειωσαν τη νύχτα μου. Αχάραγα σηκώθηκα και τράβηξα για το σπίτι του νεκροθάφτη. Έχοντας υπόψη την αδυναμία του, είχα στην τσέπη ένα φλασκί τσίπουρο. Χτύπησα. Η ποντικίσια μορφή του εμφανίστηκε στην πόρτα.

‘Ήρθα για να τον βγάλουμε’ του είπα και πρότεινα το χέρι μου με το τσίπουρο.

Με κοίταξε σκοτεινά. Πήρε το φλασκί ήπιε μια μεγάλη γουλιά. Μπήκε για λίγο στο σπίτι και εμφανίστηκε ξανά ύστερα από λίγο με το φτυάρι του στο χέρι.


Δεν ήταν πολύ βαθιά χωμένος ο Αντώνης. Σε λίγα λεπτά ακούστηκε ο κτύπος του φτυαριού πάνω στην φτωχική, σάπια κάσα. Ο νεκροθάφτης καθάρισε τα χώματα και ανέβηκε. Κατέβασε άλλη μια μεγάλη γουλιά αλκοόλ και ύστερα μου έδειξε τον τάφο σιωπηλά. Η υπόδειξη ήταν σαφής. Εγώ έπρεπε να ανοίξω το φέρετρο.

Πλησίασα διστακτικά. Κατέβηκα στο ρηχό σκάμμα. Τράβηξα το σάπιο, σκουληκιασμένο καπάκι. Ξεκαρφώθηκε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία. Το πέταξα πίσω. Τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα.

Μέσα δεν αντίκρισα παρά μόνον ένα μαυρισμένο, γλιτσιασμένο μενταγιόν με τη μορφή μιας γοργόνας.