Wednesday, February 9, 2011

Μοιραία Ανακάλυψη


Με τον Θανάση μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά. Παρέα μάθαμε, πιτσιρικάδες ακόμη, τα μυστικά της μπάλας. Μαζί και τα πρώτα γράμματα στο σχολείο. Τις πρώτες βόλτες και τις αλητείες της εφηβείας και μοιραστήκαμε τις ρομαντικές εξομολογήσεις των πρώτων ερωτικών σκιρτημάτων. Κάναμε αχώριστη παρέα ως το τέλος του Λυκείου. Μετά εκείνος αποφάσισε να φύγει για την Αμερική. Είχε ένα θείο εκεί, οικονομικά καλοστεκούμενο, που συνεχώς του τριβέλιζε το μυαλό να τα παρατήσει όλα και να πάει να δουλέψει κοντά του. Ήταν έλεγε μεγάλος στην ηλικία, κι άκληρος και δεν είχε κάποιον να εμπιστευτεί τη δουλειά του και τη μικρή περιουσία του. Έτσι ο Θανάσης που από τη νεανική του ηλικία έδινε ιδιαίτερη προσοχή στην οικονομική του αποκατάσταση, διαβλέποντας ότι δεν είχε και πολύ αισιόδοξες προοπτικές εδώ στην πατρίδα, το πήρε απόφαση, μάζεψε τα λιγοστά του πράγματα και ξενιτεύτηκε.

Τους πρώτους μήνες έστελνε αραιά και που κανένα γράμμα, αλλά σύντομα σταμάτησε ώστε λίγο καιρό αργότερα δεν είχα ιδέα για το που βρίσκεται και το τι κάνει. Για δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια δεν έμαθα νέο του και μόνο στις ευκαιριακέςαναδρομές του μυαλού μου στο παρελθόν θυμόμουν την ύπαρξή του.

Γι αυτό και μου έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση το ότι κρατούσα στα χέρια μου ένα δικό του γράμμα. Ένα σύντομο, παράξενο γράμμα από εκείνον που κάποτε υπήρξε κολλητός μου φίλος. Μια-δυο σειρές χαιρετισμοί έκλειναν βιαστικά τα τυπικά και ακολουθούσε το μυστήριο. Με πληροφορούσε ότι σκόπευε να επισκεφτεί την Ελλάδα τον επόμενο μήνα. Επειδή πλέον δεν είχε κανένα στη ζωή (οι δικοί του είχαν αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο) προσδοκούσε στη δική μου βοήθεια. Μου ζητούσε να τον φιλοξενήσω για λίγες ημέρες, όσο θα χρειαζόταν να διεκπεραιώσει κάποιες πολύ σημαντικές του υποθέσεις, όπως έγραφε.

Αρχικά θεώρησα ότι επρόκειτο για περιουσιακά ζητήματα που θα έπρεπε να διευθετηθούν μετά τον θάνατο των γονέων του, αλλά η επισήμανσή του να μη μιλήσω σε κανέναν για την επικείμενη άφιξη του μ’ έβαλε σε σκέψεις. Απάντησα αμέσως με πολύ προθυμία ότι ήταν ευπρόσδεκτος να μείνει όσο ήθελε στο σπίτι. Και του ζήτησα να μου τηλεφωνήσει για να μου πει την ημερομηνία της άφιξής του ώστε να τον περιμένω στο αεροδρόμιο.

Πέρασαν εβδομάδες και ο Θανάσης δεν επικοινώνησε μαζί μου, ούτε τηλεφωνικώς ούτε δι’ αλληλογραφίας, έτσι που θεώρησα ότι κάτι απρόβλεπτο τον είχε αναγκάσει να ματαιώσει την επίσκεψή του. Απορροφημένος από την καθημερινότητα τον είχα σχεδόν ξεχάσει όταν ένα βράδυ, λίγο μετά που γύρισα στο σπίτι, άκουσα το κουδούνι της εξώπορτας να χτυπά επίμονα. Σηκώθηκα με δυσθυμία και άνοιξα για να αντικρίσω μπροστά μου με έκπληξη τον παλιό μου φίλο.

Την αρχική έκπληξη διαδέχθηκε ο ενθουσιασμός και ύστερα η περιέργεια να ακούσω πως πέρασε όλα αυτόν τον καιρό στον ξένο τόπο. Με πληροφόρησε ότι πέρασε δύσκολα χρόνια, σκληρής δουλειάς, αλλά πως από ένα σημείο και μετά κέρδισε το στοίχημα της ζωής και τώρα ήταν οικονομικά ανεξάρτητος και άνετος. Δε σκόπευε, μου εκμυστηρεύτηκε, να γυρίσει ποτέ ξανά, ιδίως μετά τον θάνατο των γονιών του. Μέχρι που συνέβη κάτι πάρα πολύ αναπάντεχο.

Όταν πέθανε ο θείος του κληρονόμησε όλα τα υπάρχοντα του και μαζί το πολυτελές σπίτι του σε μια πολύ καλή συνοικία του Ντιτρόιτ. Μέρες μετά, σκαλίζοντας –μάλλον από πλήξη- τη βιβλιοθήκη του ανακάλυψε ένα παμπάλαιο βιβλίο, την προέλευση του οποίου ούτε ο ίδιος γνώριζε, υπέθεσε όμως πως θα επρόκειτο για ένα από τα σπάνια και περίεργα βιβλία που είχε στην κατοχή του ο θείος του. Ο ίδιος δεν ήταν λάτρης της ανάγνωσης και γι αυτό δεν μπήκε ποτέ στον κόπο ούτε καν να ξεσκονίσει εκείνα τα παλαιά βιβλία που του κληροδότησε ο θείος του λίγο πριν κλείσει τα μάτια του. Μετάνιωνε τώρα γι αυτό, μου είπε, καθώς ανακάλυψε ότι τα περισσότερα ήταν πολύ σπάνια και περιζήτητα βιβλία, με μεγάλη αξία. Κυρίως όμως μετάνιωνε επειδή αν είχε μπει στον κόπο να τα ξεφυλλίσει θα ανακάλυπτε νωρίτερα τούτο εδώ το χειρόγραφο (και λέγοντας αυτό έβγαλε από την τσέπη και κούνησε στο χέρι του ένα παλιό κιτρινισμένο χαρτί), το οποίο θα τον είχε απαλλάξει άμεσα απ’ όλες τις βιοτικές ανάγκες, από τη σκληρή δουλειά και τις οικονομικές μέριμνες. Μου ανέφερε περιληπτικά τι έγραφε.

Το χειρόγραφο , που σίγουρα δεν ανήκε στον γραφικό χαρακτήρα του θείου του, αποκάλυπτε την τοποθεσία, όπου ήταν θαμμένο κάτι ιδιαίτερα πολύτιμο. Υπήρχε και κάποια ασαφής απειλή για εκείνον που θα τολμούσε να ξεθάψει αυτόν τον ‘θησαυρό’ και να τον αποκτήσει. Μου εξήγησε ότι αν και από το κείμενο δεν γινόταν σαφές το τί ακριβώς ήταν, πάντως επρόκειτο για τη λεία πειρατών στον μεσαίωνα, η οποία όμως σύμφωνα με τον θρύλο ήταν καταραμένη γιατί αποκτήθηκε με βία και αίμα. Οι ίδιοι οι πειρατές μετά την ανακάλυψη και το θάψιμο του πολύτιμου αντικειμένου, αποδεκατίστηκαν από διάφορες αιτίες, ο ένας μετά τον άλλον. Ο τελευταίος από δαύτους, λοστρόμος στο πειρατικό το έθαψε σε ‘κείνο το σημείο λίγο πριν πεθάνει κι έγραψε αυτό το σημείωμα.

Ο θείος μου’, είπε ο Θανάσης, ‘ήταν πολύ προληπτικός και δειλός κι ενώ είχε πλήρη γνώση του χειρόγραφου ποτέ δεν προσπάθησε να το αναζητήσει, φοβούμενος τις συνέπειες της κατάρας’.

Εσύ δεν υπολογίζεις σ’ αυτή την απειλή;’, τον ρώτησα.

Μη γίνεσαι παιδί, Άρη’. απάντησε. ‘Είναι δυνατόν να δώσω βάση σε τέτοιες δεισιδαιμονίες;

Έμεινε τρεις ημέρες στο σπίτι μου. Προφανώς όσες του χρειάστηκαν για να οργανώσει την εξόρμησή του στην επαρχιακή πόλη που του υποδείκνυε το παράξενο χειρόγραφο. Τον ρώτησα αν ήθελε να πάω μαζί του. Σκοτείνιασε για λίγο και μου αποκρίθηκε πως το μόνο που χρειαζόταν ήταν το να υπολογίζει σ’ εμένα σε περίπτωση που χρειαστεί κάποιο άλλοθι.

Ασφαλώς, Θανάση’ του είπα χωρίς πολύ σκέψη. Στα μάτια του διέκρινα μια αποκρουστική λάμψη αλαζονείας και απληστίας.

‘Φίλε μου, αυτό το γράμμα είναι ασφαλώς το τελευταίο που λαμβάνεις από μένα. Σου γράφω από το κρεβάτι του θανάτου. Όταν έφυγα ακολούθησα πιστά τις οδηγίες του χειρόγραφου που ανακάλυψα στο βιβλίο. Πήγα στην πόλη που ο άγνωστος συγγραφέας του μου υπέδειξε. Νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο. Από το επόμενο σούρουπο ξεκίνησα την αναζήτηση. Αν και το μέρος υποδεικνυόταν σαφώς χρειάστηκα τρεις ημέρες μέχρι να το εντοπίσω. Η πόλη έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια κι εγώ δεν μπορούσα να εμπιστευτώ κανέναν για να ρωτήσω πληροφορίες.

Όταν τελικά βεβαιώθηκα ότι βρήκα το σωστό σημείο άρχισα να σκάβω μανιωδώς. Χρειάστηκαν αρκετές ώρες διότι στο διάστημα που μεσολάβησε οι επιχωματώσεις είχαν μεγαλώσει το βάθος του σκάμματος, όπου το πολυπόθητο ήταν θαμμένο. Κι εγώ δεν είμαι και συνηθισμένος στη χειρωνακτική εργασία. Εκείνες τις ώρες, και με την αγωνία μου να μεγαλώνει, μετάνιωσα αρκετές φορές που δε σου ζήτησα να έρθεις μαζί μου. Ευτυχώς όμως που δεν το έκανα…

Λίγο πριν το χάραμα το φτυάρι χτύπησε κάτι σκληρό. Ακούστηκε καθαρά ο ήχος του ξύλου. Βούτηξα μέσα στο σκάμμα. Τυφλωμένος από την επιτυχία, άρχισα να σκάβω πυρετωδώς με τα χέρια. Ανέσυρα με δυσκολία ένα πολύ βαρύ μπαούλο και το καθάρισα από το χώμα. Με το φτυάρι έσπασα το λουκέτο κι άνοιξα το καπάκι.

Ω, φίλε μου, δεν μπορείς να φανταστείς το θέαμα. Είχα μείνει έκθαμβος από το μεγαλείο του πλούτου που τόσους αιώνες έκρυβε τούτη η κασέλα.

Όσο μπορούσα πιο γρήγορα φόρτωσα το μπαούλο στο πορτ-μπαγκάζ του τζιπ που είχα νοικιάσει. Ξημέρωνε κι έπρεπε να επιστρέψω χωρίς να με δει κανείς. Όταν έφτασα στο ξενοδοχείο η πόλη είχε μπει κανονικά στους καθημερινούς ρυθμούς της. Θα ήταν πολύ επικίνδυνο να μεταφέρω την ανακάλυψή μου στο δωμάτιο. Προτίμησα να την αφήσω στο αμάξι, το οποίο άλλωστε ήταν ασφαλές στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου και να αναχωρήσω το απόγευμα για την Αθήνα.

Ανέβηκα στο δωμάτιο. Έδωσα εντολή στη ρεσεψιόν να μη μ’ ενοχλήσει κανείς πριν πέσει ο ήλιος. Ένοιωθα πολύ κουρασμένος. Αποφάσισα να κοιμηθώ μέχρι να βραδιάσει οπότε και θα έφευγα με μεγαλύτερη μυστικότητα. Αλίμονο! Ξύπνησα την επόμενη μέρα το απόγευμα και διαπίστωσα ότι δεν ήμουν ικανός να σηκωθώ από το κρεβάτι. Ψηνόμουνα στον πυρετό και στις παλάμες μου είχαν ανοίξει μεγάλες χαρακιές από όπου έτρεχε αίμα και πύον. Τρόμαξα πάρα πολύ. Ζήτησα να μου στείλουν ένα γιατρό. Ο γιατρός που μ’ εξέτασε μίλησε για μια ασυνήθιστη αλλεργία και μου σύστησε να μεταφερθώ αμέσως το νοσοκομείο. Αρνήθηκα, αλλά ήταν ανένδοτος. Μεταφέρθηκα με ασθενοφόρο στο δημόσιο νοσοκομείο της πόλης. Επί πέντε ημέρες πέρασα όλες τις εξετάσεις, αλλά οι γιατροί δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν την αιτία του προβλήματος.

Παρά τη φροντίδα και τα φάρμακα η κατάσταση μου επιδεινώθηκε. Το κορμί μου άρχισε να σχίζεται σαν σαπισμένο κρέας. Πότε στο στομάχι, πότε στα πόδια ακόμη και στο πρόσωπο. Οι γιατροί μιλούσαν για κάποια άγνωστη μορφή καρκίνου, όμως εγώ ήξερα πια τι έφταιγε. Την έκτη νύχτα αφού κατάπια μια διπλή δόση μορφίνης που μου χορηγούσαν αφειδώς, σηκώθηκα. Ντύθηκα και ανεπαίσθητα γλίστρησα έξω από το νοσοκομείο χρησιμοποιώντας την έξοδο κινδύνου. Σύρθηκα ως το ξενοδοχείο. Το αμάξι μου ήταν ακόμη στο πάρκινγκ και μ’ ένα γενναίο φιλοδώρημα έπεισα τον φύλακα, που με κοίταζε μισός με οίκτο, μισός με αηδία, να πάρω το όχημα. Τράβηξα απευθείας για το μέρος όπου ξέθαψα αυτή την κατάρα. Ούτε εγώ ξέρω που βρήκα τη δύναμη να ξεφορτώσω την κασέλα και να την παραχώσω, όσο καλύτερα μπορούσα, στο ίδιο σημείο σπρώχνοντας με τα χέρια μου το χώμα από πάνω. Ύστερα ανέβηκα στο αμάξι και βγήκα στην εθνική. Οι δυνάμεις μου μ’ εγκατέλειψαν. Σταμάτησα στην άκρη και λιποθύμησα. Το πρωί ξύπνησα και πάλι στο νοσοκομείο όπου οι γιατροί αφού με κατσάδιασαν μου εξήγησαν πως –για… καλή μου τύχη - κάποιος περαστικός οδηγός με είδε σε άθλια κατάσταση στον δρόμο και ειδοποίησε την αστυνομία.

Ήλπιζα ότι αυτή μου η κίνηση θα ανέστρεφε τη μοιραία μου κατάληξη. Τις πρώτες δυο ημέρες πίστεψα ότι τα κατάφερα. Η υγεία μου δε βελτιώθηκε, αλλά ούτε επιδεινώθηκε. Όμως εδώ και τέσσερις ημέρες τα πράγματα εξελίσσονται ραγδαία. Είναι λίγες, πολύ λίγες οι στιγμές που έχω πνευματική διαύγεια. Οι πληγές χάσκουν στο κορμί μου και πονάω φρικτά. Νοιώθω ότι πεθαίνω κυριολεκτικά ζωντανός. Οι γιατροί στέκονται συνήθως παράμερα και κουνάνε το κεφάλι τους απελπισμένα. Καταλαβαίνω ότι δεν έχω πολύ χρόνο μπροστά μου.

Σου στέλνω αυτό το γράμμα για να σε προειδοποιήσω. Έχω εσωκλείσει το χειρόγραφο με τις οδηγίες για την ανακάλυψη του καταραμένου θησαυρού. Κάνε ό,τι νομίζεις Άρη. Σ’ ευχαριστώ για την αφοσίωσή σου. Συγγνώμη που στάθηκα, τόσο εγωιστής ακόμη κι απέναντί σου, αλλά –πίστεψέ με- η δική μου απληστία ίσως αποτελέσει τη σωτηρία σου.

Καλή τύχη, φίλε μου!

Θανάσης’

Τσαλάκωσα αναστατωμένος το χαρτί. Το φως των κεριών, που φώτιζε το μικρό μου δωμάτιο, δημιουργούσε περίεργες σκιές στον τοίχο. Τηλεφώνησα στο νοσοκομείο. Με πληροφόρησαν ότι ο Θανάσης είχε καταλήξει το προηγούμενο βράδυ. Ξανακοίταξα τον φάκελο. Μέσα ήταν όντως το μοιραίο χειρόγραφο. Το κοίταξα προσεκτικά. Όπως μου τα είχε πει ο άτυχος φίλος μου. Μια σύντομη ιστορία και στο τέλος του κειμένου ένας προχειροφτιαγμένος χάρτης που υποδείκνυε το ακριβές σημείο όπου έπρεπε να σκάψει ο άμυαλος αναγνώστης. Χωρίς δισταγμό το σήκωσα πάνω από το κηροπήγιο. Μια κατακόκκινη φλόγα κατάπιε το κιτρινισμένο χαρτί και μαζί όλο του τον τρόμο.

No comments: