Wednesday, February 23, 2011

[Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο] - Μ.Προυστ


Ακόμα και μέσα στις καλλιτεχνικές χαρές, που αναζητεί κανείς για την εντύπωση που δίνουν, καταφέρνουμε όσο γίνεται γρηγορότερα να παραμερίσουμε, ως μη δυνάμενο να εκφραστεί, αυτό ακριβώς που είναι η ίδια αυτή η εντύπωση, και να προσκολληθούμε σ’ αυτό που μας επιτρέπει απλώς να νοιώσουμε την απόλαυση, χωρίς να την γνωρίσουμε εις βάθος, και να νομίζουμε ότι το μεταδίδουμε σε άλλους εραστές τής τέχνης, με τούς οποίους ο διάλογος θα είναι εφικτός, μια και θα τούς μιλάμε για ένα πράγμα που είναι το ίδιο και γι αυτούς και για μάς, αφού προηγουμένως θα έχουμε αφαιρέσει την προσωπική ρίζα τής ίδιας τής εντύπωσής μας. Και στις στιγμές που είμαστε οι πλέον ανιδιοτελείς θεατές τής φύσης, τής κοινωνίας, τού έρωτα και αυτής τής τέχνης, όπως κάθε εντύπωση είναι διπλή, μισοχωμένη στο αντικείμενο, με το άλλο μισό να συνεχίζει μέσα μας, το οποίο μόνον εμείς οι ίδιοι θα μπορούσαμε να γνωρίσουμε, βιαζόμαστε να παραμελήσουμε αυτό το δεύτερο, το μόνο στο οποίο θάπρεπε να προσκολληθούμε, και δεν υπολογίζουμε παρά το άλλο μισό, το οποίο επειδή δεν μπορεί να ερευνηθεί σε βάθος, αφού είναι εξωτερικό, δεν θάναι για μας αιτία καμιάς κόπωσης: το μικρό αυλάκι που η θέα ενός λουλουδιού ή μιας εκκλησίας χάραξε μέσα μας, βρίσκουμε πως είναι πολύ δύσκολο να επιχειρήσουμε να το διακρίνουμε. Αλλά ξαναπαίζουμε το μουσικό κομμάτι, ξαναγυρνάμε να δούμε την εκκλησία, έως ότου -μέσα σ’ αυτή τη φυγή μακριά απ΄ την ίδια τη ζωή μας που δεν έχουμε το θάρρος να αντικρίσουμε και που ονομάζεται πολυμάθεια - τα μάθουμε τόσο καλά, όσο ο πιο σοφός εραστής τής μουσικής ή τής αρχαιολογίας. Έτσι, πόσοι περιορίζονται σ’ αυτό χωρίς να βγάζουν τίποτα από την εντύπωσή τους, και γερνούν άχρηστοι και ανικανοποίητοι σαν εργένηδες τής Τέχνης. Έχουν τις λύπες πούχουν οι παρθένες και οι τεμπέληδες, τούς οποίους θα γιάτρευε η γονιμοποίηση και η εργασία. Είναι πιο ενθουσιασμένοι για τα έργα τέχνης από τους πραγματικούς καλλιτέχνες, γιατί ο ενθουσιασμός τους με το να μην είναι προϊόν μιας σκληρής εργασίας εμβάθυνσης, ξεχύνεται προς τα έξω, ανάβει τις συζητήσεις τους, κοκκινίζει τα πρόσωπά τους. Νομίζουν ότι εκπληρούν μια πράξη ουρλιάζοντας με όλη τους τη δύναμη: “Μπράβο, μπράβο” μετά την εκτέλεση ενός έργου που αγαπούν……………….. Εν τούτοις όσο γελοίοι κι αν είναι δεν είναι τελείως για περιφρόνηση. Είναι οι πρώτες δοκιμές τής φύσης που θέλει να δημιουργήσει τον καλλιτέχνη, εξίσου άμορφες, εξίσου καταδικασμένες όσο τα πρώτα ζώα που προηγήθηκαν των σημερινών ειδών και που δεν ήταν φτιαγμένα για να διαρκέσουν... Όσο για την απόλαυση που δίνει σε ένα πραγματικά σωστό πνεύμα, σε μια πραγματική ζωντανή καρδιά, η ωραία σκέψη ενός μεγάλου, είναι δίχως άλλο τελείως υγιής, αλλά, όσο πολύτιμοι κι αν είναι οι άνθρωποι που τη γεύονται πραγματικά (πόσοι τέτοιοι υπάρχουν μέσα σε είκοσι χρόνια;) τούς περιορίζει εντούτοις στο να μην είναι παρά η πλήρης συνείδηση κάποιου άλλου...

Tuesday, February 15, 2011

Εξιλασμός


- Δεν αντέχω πια την ύπαρξη μου

- Ζυλιέτ, προσπάθησε να ξεχάσεις.

- Δεν ξεχνιέται εκείνη η νύχτα.


Κοντινό πλάνο: Το ημερολόγιο. Ο άνεμος από το ανοιχτό παράθυρο γυρίζει τα φύλλα αντίστροφα. 27 Μαρτίου 2009. Το πλάνο φλουτάρει και νετάρει ξανά. Ανοιχτό ημερολόγιο. 27 Μαρτίου 1997…


Πάνω στο τραπέζι ένα σακουλάκι λευκή σκόνη. Ανοιχτό καθρεφτάκι, κοπίδι, ένα μπουκάλι τζιν, τσιγάρα…


Πολύ Κοντινό: Προφίλ της Ζυλιέτ. Μάτια δακρυσμένα.

- Μαμά, μαμά… κοίτα τι ζωγράφισα…

- Γαμώ τον πατέρα σου, μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια η Ζυλιέτ.

- Μαμά, μαμά… κοίτα! Επίμονο τράβηγμα από το μανίκι…

- Τι είναι αυτή η σκόνη μαμά;

- Πήγαινε για ύπνο, Χλόη.

- Πες μου τι είναι;

- Φάρμακο. Για τους πονοκεφάλους μου.

- Θα δεις τι ζωγράφισα;


Η Ζυλιέτ σηκώνεται να κλείσει το παράθυρο. Ο αέρας έχει δυναμώσει. Την κοιτώ με απόγνωση.

- Ως πότε θα κατηγορείς τον εαυτό σου;

- Παράτα με Άρη. Άντε και γαμήσου με καμιά από τις πουτάνες σου και παράτα με.

Κλείνει το άλμπουμ μπροστά της. Με ξανακοιτάει.

- Άντε και γαμήσου ρε φίλε…


Βρέχει. Προσπαθώ να βάλω το κλειδί στην εξώπορτα. Ακούγεται μουσική.

‘Σκέφτομαι’: Σκατά…καλύτερα να μείνω όλη τη νύχτα έξω στη βροχή. Είναι ένας τρόπος να αποχαιρετίσεις.

Η πόρτα ανοίγει από μέσα. Ένοικος του διπλανού διαμερίσματος. Χαμογελά εχθρικά…

- Καλησπέρα σας

- Καλησπέρα σας…

Σκέφτομαι: ‘Ποιος είναι ο όροφος… Δε γαμιέται…’

Μπαίνω στο διαμέρισμα. Κατευθύνομαι στο συρτάρι. Απελπισμένος ψάχνω τη λήθη…


Μεσαίο:

- Δηλαδή ρε Άρη, είσαι τόσο μαλάκας; Δεν υπάρχει τίποτα πια. Δεν καταλαβαίνεις; Γιατί με βασανίζεις. Ωχ, βούλωσε το επιτέλους!

Η Ζυλιέτ έχει βγάλει τη ρόμπα. Είναι γυμνή. Θεσπέσιο σώμα. Πλησιάζει.

- Α! Θες να με γαμήσεις έτσι; Έλα λοιπόν…

Την αγκαλιάζω. Σε λίγα δευτερόλεπτα είμαι μέσα της. Η Ζυλιέτ βογκάει.

- Και τώρα τι λες; Ίσα που βγαίνει η φωνή μου.

- Είσαι πολύ μαλάκας! Να τι λέω. Ψιθυρίζει.

Ο οργασμός της είναι θορυβώδης. Ακολουθώ.


Κοντινό πλάνο: Ημερολόγιο. 27 Μαρτίου 1997.

- Πήγαινε για ύπνο σου είπα. Τώρα.

Φωνή υστερική.

- Μαμά φοβάμαι… κοίτα τι ζωγράφισα.

Ζωγραφιά: Λεπρός κλόουν. Μάτια γουρλωμένα. Μαχαίρι που αιωρείται πάνω από το κεφάλι του. Αίμα. Παντού.

- Είσαι προβληματική, σαν τον πατέρα σου. Πήγαινε για ύπνο…

- Σ’ αγαπάω…

- Μη μου μιλάς εμένα για αγάπη…

- Μαμά που είναι η άσπρη σκόνη;

- Στα ρουθούνια μου…εξαφανίσου μπάσταρδο…


Την αγκαλιάζω.

- Γιατί δεν προσπαθείς λίγο;

- Ξεχαρμάνιασες; Εντάξει;

- Γιατί μιλάς έτσι Ζυλιέτ…

- Εντάξει… κι εμένα μου άρεσε. Δεν πας στα κομμάτια τώρα;

- Δε θα τη φέρεις πίσω έτσι…

- Είσαι τελείως μαλάκας… δεν ξέρεις τίποτα. Πες μου…ξέρεις τι έγινε εκείνο το βράδυ; Αρχίδια ξέρεις…

Κάτι ξέρω… Βροχή, άσπρη σκόνη, ένας κλόουν αιμόφυρτος… ένα μαχαίρι… Βάζω μια πίτσα στο φούρνο μικροκυμάτων. Ένα τζιν στο ποτήρι. Κάθομαι κι ανοίγω το άλμπουμ.

Η Ζυλιέτ με τη Χλόη. Την πόζα τραβάει ο Αιμίλιος.

Είναι ευτυχισμένες… το μάτι της Ζυλιέτ αστράφτει. Η Χλόη είναι ήρεμη…

Κι εδώ… παραλία. Πάλι η Ζυλιέτ με το αστραφτερό μάτι. Η Χλόη πλατσουρίζει ευτυχισμένη. Την πόζα τραβάει ο Αιμίλιος.

Κλείνω το άλμπουμ. Η Ζυλιέτ κοιμάται ήρεμα σαν παιδί αθώο.

Φεύγω όσο πιο αθόρυβα μπορώ.


Κοιτάζω από το παράθυρο μου την άγρια καταιγίδα. Σκέφτομαι τον μαλάκα που συνάντησα στην πόρτα: ‘Καινούργιος θα είναι δεν τον έχω ξαναδεί…’

Χτυπάει το τηλέφωνο.

- Θα έρθεις;

- Γίνεται χαμός γλυκιά μου…

- Κατάλαβα… άντε γαμήσου…

- Ζυλιέτ…

Ακούγεται ο ήχος από κατεβασμένο τηλέφωνο.

Σκέφτομαι:. ‘Μπα… μια υστερική αντίδραση… τίποτα άλλο. Το πρωί όλα θα είναι πάλι καλά’.

- Μαμά… γιατί κρατάς το μαχαίρι;


Η Χλόη είναι κόκκινη. Ένας αιμόφυρτος κλόουν

Κοντινό:

- Καταλαβαίνεις τώρα ρε μαλάκα;

- Δώδεκα χρόνια σ’ εκείνη την κόλαση ήταν αρκετά. Πλήρωσες, Ζυλιέτ… Σταμάτα πια να κομματιάζεσαι…

- Φύγε… Μάτια που πετάνε φωτιές


Γυρίζω την πλάτη στο παράθυρο. Κλείνω τα μάτια…

Το τηλέφωνο χτυπάει. Το ρολόι στο κομοδίνο δείχνει 5. Χαράματα.

Σκέφτομαι: ‘Ποιος πούστης…’

- Συγγνώμη για την ενόχληση… η φίλη σας αυτοκτόνησε…

Κατεβάζω το ακουστικό…

Wednesday, February 9, 2011

Μοιραία Ανακάλυψη


Με τον Θανάση μεγαλώσαμε στην ίδια γειτονιά. Παρέα μάθαμε, πιτσιρικάδες ακόμη, τα μυστικά της μπάλας. Μαζί και τα πρώτα γράμματα στο σχολείο. Τις πρώτες βόλτες και τις αλητείες της εφηβείας και μοιραστήκαμε τις ρομαντικές εξομολογήσεις των πρώτων ερωτικών σκιρτημάτων. Κάναμε αχώριστη παρέα ως το τέλος του Λυκείου. Μετά εκείνος αποφάσισε να φύγει για την Αμερική. Είχε ένα θείο εκεί, οικονομικά καλοστεκούμενο, που συνεχώς του τριβέλιζε το μυαλό να τα παρατήσει όλα και να πάει να δουλέψει κοντά του. Ήταν έλεγε μεγάλος στην ηλικία, κι άκληρος και δεν είχε κάποιον να εμπιστευτεί τη δουλειά του και τη μικρή περιουσία του. Έτσι ο Θανάσης που από τη νεανική του ηλικία έδινε ιδιαίτερη προσοχή στην οικονομική του αποκατάσταση, διαβλέποντας ότι δεν είχε και πολύ αισιόδοξες προοπτικές εδώ στην πατρίδα, το πήρε απόφαση, μάζεψε τα λιγοστά του πράγματα και ξενιτεύτηκε.

Τους πρώτους μήνες έστελνε αραιά και που κανένα γράμμα, αλλά σύντομα σταμάτησε ώστε λίγο καιρό αργότερα δεν είχα ιδέα για το που βρίσκεται και το τι κάνει. Για δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια δεν έμαθα νέο του και μόνο στις ευκαιριακέςαναδρομές του μυαλού μου στο παρελθόν θυμόμουν την ύπαρξή του.

Γι αυτό και μου έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση το ότι κρατούσα στα χέρια μου ένα δικό του γράμμα. Ένα σύντομο, παράξενο γράμμα από εκείνον που κάποτε υπήρξε κολλητός μου φίλος. Μια-δυο σειρές χαιρετισμοί έκλειναν βιαστικά τα τυπικά και ακολουθούσε το μυστήριο. Με πληροφορούσε ότι σκόπευε να επισκεφτεί την Ελλάδα τον επόμενο μήνα. Επειδή πλέον δεν είχε κανένα στη ζωή (οι δικοί του είχαν αφήσει τον μάταιο τούτο κόσμο) προσδοκούσε στη δική μου βοήθεια. Μου ζητούσε να τον φιλοξενήσω για λίγες ημέρες, όσο θα χρειαζόταν να διεκπεραιώσει κάποιες πολύ σημαντικές του υποθέσεις, όπως έγραφε.

Αρχικά θεώρησα ότι επρόκειτο για περιουσιακά ζητήματα που θα έπρεπε να διευθετηθούν μετά τον θάνατο των γονέων του, αλλά η επισήμανσή του να μη μιλήσω σε κανέναν για την επικείμενη άφιξη του μ’ έβαλε σε σκέψεις. Απάντησα αμέσως με πολύ προθυμία ότι ήταν ευπρόσδεκτος να μείνει όσο ήθελε στο σπίτι. Και του ζήτησα να μου τηλεφωνήσει για να μου πει την ημερομηνία της άφιξής του ώστε να τον περιμένω στο αεροδρόμιο.

Πέρασαν εβδομάδες και ο Θανάσης δεν επικοινώνησε μαζί μου, ούτε τηλεφωνικώς ούτε δι’ αλληλογραφίας, έτσι που θεώρησα ότι κάτι απρόβλεπτο τον είχε αναγκάσει να ματαιώσει την επίσκεψή του. Απορροφημένος από την καθημερινότητα τον είχα σχεδόν ξεχάσει όταν ένα βράδυ, λίγο μετά που γύρισα στο σπίτι, άκουσα το κουδούνι της εξώπορτας να χτυπά επίμονα. Σηκώθηκα με δυσθυμία και άνοιξα για να αντικρίσω μπροστά μου με έκπληξη τον παλιό μου φίλο.

Την αρχική έκπληξη διαδέχθηκε ο ενθουσιασμός και ύστερα η περιέργεια να ακούσω πως πέρασε όλα αυτόν τον καιρό στον ξένο τόπο. Με πληροφόρησε ότι πέρασε δύσκολα χρόνια, σκληρής δουλειάς, αλλά πως από ένα σημείο και μετά κέρδισε το στοίχημα της ζωής και τώρα ήταν οικονομικά ανεξάρτητος και άνετος. Δε σκόπευε, μου εκμυστηρεύτηκε, να γυρίσει ποτέ ξανά, ιδίως μετά τον θάνατο των γονιών του. Μέχρι που συνέβη κάτι πάρα πολύ αναπάντεχο.

Όταν πέθανε ο θείος του κληρονόμησε όλα τα υπάρχοντα του και μαζί το πολυτελές σπίτι του σε μια πολύ καλή συνοικία του Ντιτρόιτ. Μέρες μετά, σκαλίζοντας –μάλλον από πλήξη- τη βιβλιοθήκη του ανακάλυψε ένα παμπάλαιο βιβλίο, την προέλευση του οποίου ούτε ο ίδιος γνώριζε, υπέθεσε όμως πως θα επρόκειτο για ένα από τα σπάνια και περίεργα βιβλία που είχε στην κατοχή του ο θείος του. Ο ίδιος δεν ήταν λάτρης της ανάγνωσης και γι αυτό δεν μπήκε ποτέ στον κόπο ούτε καν να ξεσκονίσει εκείνα τα παλαιά βιβλία που του κληροδότησε ο θείος του λίγο πριν κλείσει τα μάτια του. Μετάνιωνε τώρα γι αυτό, μου είπε, καθώς ανακάλυψε ότι τα περισσότερα ήταν πολύ σπάνια και περιζήτητα βιβλία, με μεγάλη αξία. Κυρίως όμως μετάνιωνε επειδή αν είχε μπει στον κόπο να τα ξεφυλλίσει θα ανακάλυπτε νωρίτερα τούτο εδώ το χειρόγραφο (και λέγοντας αυτό έβγαλε από την τσέπη και κούνησε στο χέρι του ένα παλιό κιτρινισμένο χαρτί), το οποίο θα τον είχε απαλλάξει άμεσα απ’ όλες τις βιοτικές ανάγκες, από τη σκληρή δουλειά και τις οικονομικές μέριμνες. Μου ανέφερε περιληπτικά τι έγραφε.

Το χειρόγραφο , που σίγουρα δεν ανήκε στον γραφικό χαρακτήρα του θείου του, αποκάλυπτε την τοποθεσία, όπου ήταν θαμμένο κάτι ιδιαίτερα πολύτιμο. Υπήρχε και κάποια ασαφής απειλή για εκείνον που θα τολμούσε να ξεθάψει αυτόν τον ‘θησαυρό’ και να τον αποκτήσει. Μου εξήγησε ότι αν και από το κείμενο δεν γινόταν σαφές το τί ακριβώς ήταν, πάντως επρόκειτο για τη λεία πειρατών στον μεσαίωνα, η οποία όμως σύμφωνα με τον θρύλο ήταν καταραμένη γιατί αποκτήθηκε με βία και αίμα. Οι ίδιοι οι πειρατές μετά την ανακάλυψη και το θάψιμο του πολύτιμου αντικειμένου, αποδεκατίστηκαν από διάφορες αιτίες, ο ένας μετά τον άλλον. Ο τελευταίος από δαύτους, λοστρόμος στο πειρατικό το έθαψε σε ‘κείνο το σημείο λίγο πριν πεθάνει κι έγραψε αυτό το σημείωμα.

Ο θείος μου’, είπε ο Θανάσης, ‘ήταν πολύ προληπτικός και δειλός κι ενώ είχε πλήρη γνώση του χειρόγραφου ποτέ δεν προσπάθησε να το αναζητήσει, φοβούμενος τις συνέπειες της κατάρας’.

Εσύ δεν υπολογίζεις σ’ αυτή την απειλή;’, τον ρώτησα.

Μη γίνεσαι παιδί, Άρη’. απάντησε. ‘Είναι δυνατόν να δώσω βάση σε τέτοιες δεισιδαιμονίες;

Έμεινε τρεις ημέρες στο σπίτι μου. Προφανώς όσες του χρειάστηκαν για να οργανώσει την εξόρμησή του στην επαρχιακή πόλη που του υποδείκνυε το παράξενο χειρόγραφο. Τον ρώτησα αν ήθελε να πάω μαζί του. Σκοτείνιασε για λίγο και μου αποκρίθηκε πως το μόνο που χρειαζόταν ήταν το να υπολογίζει σ’ εμένα σε περίπτωση που χρειαστεί κάποιο άλλοθι.

Ασφαλώς, Θανάση’ του είπα χωρίς πολύ σκέψη. Στα μάτια του διέκρινα μια αποκρουστική λάμψη αλαζονείας και απληστίας.

‘Φίλε μου, αυτό το γράμμα είναι ασφαλώς το τελευταίο που λαμβάνεις από μένα. Σου γράφω από το κρεβάτι του θανάτου. Όταν έφυγα ακολούθησα πιστά τις οδηγίες του χειρόγραφου που ανακάλυψα στο βιβλίο. Πήγα στην πόλη που ο άγνωστος συγγραφέας του μου υπέδειξε. Νοίκιασα ένα δωμάτιο σ’ ένα απόμερο ξενοδοχείο. Από το επόμενο σούρουπο ξεκίνησα την αναζήτηση. Αν και το μέρος υποδεικνυόταν σαφώς χρειάστηκα τρεις ημέρες μέχρι να το εντοπίσω. Η πόλη έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία χρόνια κι εγώ δεν μπορούσα να εμπιστευτώ κανέναν για να ρωτήσω πληροφορίες.

Όταν τελικά βεβαιώθηκα ότι βρήκα το σωστό σημείο άρχισα να σκάβω μανιωδώς. Χρειάστηκαν αρκετές ώρες διότι στο διάστημα που μεσολάβησε οι επιχωματώσεις είχαν μεγαλώσει το βάθος του σκάμματος, όπου το πολυπόθητο ήταν θαμμένο. Κι εγώ δεν είμαι και συνηθισμένος στη χειρωνακτική εργασία. Εκείνες τις ώρες, και με την αγωνία μου να μεγαλώνει, μετάνιωσα αρκετές φορές που δε σου ζήτησα να έρθεις μαζί μου. Ευτυχώς όμως που δεν το έκανα…

Λίγο πριν το χάραμα το φτυάρι χτύπησε κάτι σκληρό. Ακούστηκε καθαρά ο ήχος του ξύλου. Βούτηξα μέσα στο σκάμμα. Τυφλωμένος από την επιτυχία, άρχισα να σκάβω πυρετωδώς με τα χέρια. Ανέσυρα με δυσκολία ένα πολύ βαρύ μπαούλο και το καθάρισα από το χώμα. Με το φτυάρι έσπασα το λουκέτο κι άνοιξα το καπάκι.

Ω, φίλε μου, δεν μπορείς να φανταστείς το θέαμα. Είχα μείνει έκθαμβος από το μεγαλείο του πλούτου που τόσους αιώνες έκρυβε τούτη η κασέλα.

Όσο μπορούσα πιο γρήγορα φόρτωσα το μπαούλο στο πορτ-μπαγκάζ του τζιπ που είχα νοικιάσει. Ξημέρωνε κι έπρεπε να επιστρέψω χωρίς να με δει κανείς. Όταν έφτασα στο ξενοδοχείο η πόλη είχε μπει κανονικά στους καθημερινούς ρυθμούς της. Θα ήταν πολύ επικίνδυνο να μεταφέρω την ανακάλυψή μου στο δωμάτιο. Προτίμησα να την αφήσω στο αμάξι, το οποίο άλλωστε ήταν ασφαλές στο πάρκινγκ του ξενοδοχείου και να αναχωρήσω το απόγευμα για την Αθήνα.

Ανέβηκα στο δωμάτιο. Έδωσα εντολή στη ρεσεψιόν να μη μ’ ενοχλήσει κανείς πριν πέσει ο ήλιος. Ένοιωθα πολύ κουρασμένος. Αποφάσισα να κοιμηθώ μέχρι να βραδιάσει οπότε και θα έφευγα με μεγαλύτερη μυστικότητα. Αλίμονο! Ξύπνησα την επόμενη μέρα το απόγευμα και διαπίστωσα ότι δεν ήμουν ικανός να σηκωθώ από το κρεβάτι. Ψηνόμουνα στον πυρετό και στις παλάμες μου είχαν ανοίξει μεγάλες χαρακιές από όπου έτρεχε αίμα και πύον. Τρόμαξα πάρα πολύ. Ζήτησα να μου στείλουν ένα γιατρό. Ο γιατρός που μ’ εξέτασε μίλησε για μια ασυνήθιστη αλλεργία και μου σύστησε να μεταφερθώ αμέσως το νοσοκομείο. Αρνήθηκα, αλλά ήταν ανένδοτος. Μεταφέρθηκα με ασθενοφόρο στο δημόσιο νοσοκομείο της πόλης. Επί πέντε ημέρες πέρασα όλες τις εξετάσεις, αλλά οι γιατροί δεν μπόρεσαν να εντοπίσουν την αιτία του προβλήματος.

Παρά τη φροντίδα και τα φάρμακα η κατάσταση μου επιδεινώθηκε. Το κορμί μου άρχισε να σχίζεται σαν σαπισμένο κρέας. Πότε στο στομάχι, πότε στα πόδια ακόμη και στο πρόσωπο. Οι γιατροί μιλούσαν για κάποια άγνωστη μορφή καρκίνου, όμως εγώ ήξερα πια τι έφταιγε. Την έκτη νύχτα αφού κατάπια μια διπλή δόση μορφίνης που μου χορηγούσαν αφειδώς, σηκώθηκα. Ντύθηκα και ανεπαίσθητα γλίστρησα έξω από το νοσοκομείο χρησιμοποιώντας την έξοδο κινδύνου. Σύρθηκα ως το ξενοδοχείο. Το αμάξι μου ήταν ακόμη στο πάρκινγκ και μ’ ένα γενναίο φιλοδώρημα έπεισα τον φύλακα, που με κοίταζε μισός με οίκτο, μισός με αηδία, να πάρω το όχημα. Τράβηξα απευθείας για το μέρος όπου ξέθαψα αυτή την κατάρα. Ούτε εγώ ξέρω που βρήκα τη δύναμη να ξεφορτώσω την κασέλα και να την παραχώσω, όσο καλύτερα μπορούσα, στο ίδιο σημείο σπρώχνοντας με τα χέρια μου το χώμα από πάνω. Ύστερα ανέβηκα στο αμάξι και βγήκα στην εθνική. Οι δυνάμεις μου μ’ εγκατέλειψαν. Σταμάτησα στην άκρη και λιποθύμησα. Το πρωί ξύπνησα και πάλι στο νοσοκομείο όπου οι γιατροί αφού με κατσάδιασαν μου εξήγησαν πως –για… καλή μου τύχη - κάποιος περαστικός οδηγός με είδε σε άθλια κατάσταση στον δρόμο και ειδοποίησε την αστυνομία.

Ήλπιζα ότι αυτή μου η κίνηση θα ανέστρεφε τη μοιραία μου κατάληξη. Τις πρώτες δυο ημέρες πίστεψα ότι τα κατάφερα. Η υγεία μου δε βελτιώθηκε, αλλά ούτε επιδεινώθηκε. Όμως εδώ και τέσσερις ημέρες τα πράγματα εξελίσσονται ραγδαία. Είναι λίγες, πολύ λίγες οι στιγμές που έχω πνευματική διαύγεια. Οι πληγές χάσκουν στο κορμί μου και πονάω φρικτά. Νοιώθω ότι πεθαίνω κυριολεκτικά ζωντανός. Οι γιατροί στέκονται συνήθως παράμερα και κουνάνε το κεφάλι τους απελπισμένα. Καταλαβαίνω ότι δεν έχω πολύ χρόνο μπροστά μου.

Σου στέλνω αυτό το γράμμα για να σε προειδοποιήσω. Έχω εσωκλείσει το χειρόγραφο με τις οδηγίες για την ανακάλυψη του καταραμένου θησαυρού. Κάνε ό,τι νομίζεις Άρη. Σ’ ευχαριστώ για την αφοσίωσή σου. Συγγνώμη που στάθηκα, τόσο εγωιστής ακόμη κι απέναντί σου, αλλά –πίστεψέ με- η δική μου απληστία ίσως αποτελέσει τη σωτηρία σου.

Καλή τύχη, φίλε μου!

Θανάσης’

Τσαλάκωσα αναστατωμένος το χαρτί. Το φως των κεριών, που φώτιζε το μικρό μου δωμάτιο, δημιουργούσε περίεργες σκιές στον τοίχο. Τηλεφώνησα στο νοσοκομείο. Με πληροφόρησαν ότι ο Θανάσης είχε καταλήξει το προηγούμενο βράδυ. Ξανακοίταξα τον φάκελο. Μέσα ήταν όντως το μοιραίο χειρόγραφο. Το κοίταξα προσεκτικά. Όπως μου τα είχε πει ο άτυχος φίλος μου. Μια σύντομη ιστορία και στο τέλος του κειμένου ένας προχειροφτιαγμένος χάρτης που υποδείκνυε το ακριβές σημείο όπου έπρεπε να σκάψει ο άμυαλος αναγνώστης. Χωρίς δισταγμό το σήκωσα πάνω από το κηροπήγιο. Μια κατακόκκινη φλόγα κατάπιε το κιτρινισμένο χαρτί και μαζί όλο του τον τρόμο.

Friday, February 4, 2011

ΝΑ ΜΕ ΘΥΜΑΣΑΙ


Με μυαλό ανοιχτό στις νέες ιδέες και συνάμα μιαν απίστευτη συντηρητικότητα αντικρίζω τις καινούργιες μάσκες στα πρόσωπα που τόσο καλά γνωρίζω.

Καλούμαι τώρα να φυτέψω δυο τριαντάφυλλα κι ένα κουφάρι σκύλου και να περιμένω ν' ανθίσει μια ροδιά. Διακρίνω όμως την έμφυτη ανασφάλειά μου ν' αυξάνεται κατακλύζουσα τραγικά το είναι μου και αναβάλω τις αποφάσεις μου.

Οι μέρες μου κυλούν βαρετά μέσα στο απόλυτο τίποτα. Σαν να μην υπήρξα ποτέ ή σαν να υπήρχα πάντα. Ο Θεός μου γνέφει χαμογελώντας ήρεμα, βέβαιος πως στο τέλος θα με κερδίσει. Θέλω να πω όσο πιο ισχυρός είσαι τόσο πιο μεγάλο το στήριγμα που χρειάζεσαι. Κι έτσι βαδίζω σιωπηλός κι ατάραχος προς τη Σωτηρία ή την Αιώνια Κόλαση.

Βυθίζομαι στην αδιατάρακτη ακινησία του Τίποτα. Μόνον οι εφιάλτες στις μακρές νύχτες μου θυμίζουν ότι υπάρχει ζωή στο σώμα αυτό που δείχνει νεκρό.

Εφιάλτες που δεν μ' αφήνουν να ξεφύγω απ' την σκέψη σου. Που με τιμωρούν για ό,τι κάνω και όσα παραλείπω. Που με βασανίζουν για τις ασυγχώρητες αμαρτίες μου.

Και γονατίζω να προσευχηθώ μα δεν βγαίνουν λέξεις γιατί είμαι άλαλος.

Εφιάλτες δίχως τέλος και μια όμορφη γυναίκα ντυμένη στα κόκκινα που τη λένε Διάβολο, αλλά πιο σωστά να την έλεγαν Έρωτα, Πειρασμό, Πάθος.

Κι ύστερα ξυπνώ ιδρωμένος και νοιώθω ότι πνίγομαι, ότι δεν μπορώ ν' ανασάνω γιατί είμαι νεκρός.

Κι όταν απλώνω το χέρι μου αγκαλιάζω το απόλυτο τίποτα, μέσα στο οποίο, ίδια κι απαράλλακτα, κυλάνε όλες οι μέρες μου και θα 'πρεπε να ουρλιάζω από πόνο, αλλά δεν μπορώ γιατί είμαι αναίσθητος.

Αφομοιώνω σωρούς πνευματικών επιδράσεων και σιγά-σιγά μετατρέπομαι σ' ένα τέρας με δέκα κεφάλια και τρεις ψυχές. Έτσι που να τα χωράνε όλα, ν' ανήκω σ' όλους, να συμφωνώ με όλους.

Και μέσα σ' αυτόν τον κυκεώνα των μεταμφιέσεων έχασα το πρόσωπό μου και δεν μπορώ πια να το 'βρω γιατί είμαι βυθισμένος στη Λήθη.

Διοχετεύω τα συναισθήματά μου προς όλους ενώ στην πραγματικότητα μόνο για σένα αισθάνομαι κι έπειτα σιχαίνομαι τον εαυτό μου για όσα κάνει, μα δεν έχω τη δύναμη να το αλλάξω.

Έτσι που η ζωή μου είναι γεμάτη από συγκινήσεις και άδεια από ευτυχία αναρωτιέμαι πως οι άνθρωποι με τα χίλια πρόσωπα καταφέρνουν να είναι υγιείς.

Τώρα κι εσύ απομακρύνεσαι με αποφασιστικότητα και φρικιαστική ηρεμία. Και πίσω μου τρελλό χορό έστησαν οι Δαίμονες της Μοναξιάς που με αγκάθια αιχμηρά τρυπάνε τα πόδια μου και με ποτίζουν χολή και ξύδι.

Κι εγώ δεν έχω κουράγιο να σε κρατήσω και ίσως δεν έχω ούτε δικαίωμα γιατί ο δικός μου δρόμος

μοιάζει να είναι φτιαγμένος να χωράει μόνο εμένα ώστε να μπορούν οι άτακτοι δαίμονες να με βασανίζουν ανενόχλητοι κάθε στιγμή…

Να με θυμάσαι…