Monday, March 21, 2011

Μια 'παράξενη' ιστορία


Παρουσιάστηκε ξαφνικά. Χωρίς να το περιμένει. Εισχώρησε στη ζωή του με ορμή σαν βροχή που μπαίνει από το ανοιχτό παράθυρο. Φοβήθηκε. Έκανε να κλείσει το παράθυρο, αλλά είχε εξαφανιστεί. Δεν υπήρχε κανένα άνοιγμα πλέον στον τοίχο. Καμία διαφυγή. Έπρεπε να αντιμετωπίσει τους εφιάλτες του.

Επιχείρησε να δείξει αδιαφορία. Μάταιο. Να υποκριθεί ενδιαφέρον. Καμιά τύχη. Να ζητήσει έλεος. Ασυγκίνητη. Να αγριέψει για να τη φοβίσει. Ούτε μια σύσπαση στο πρόσωπό της. Σαν να προέβλεπε όλα τα κόλπα του, όλες τις σκέψεις και τις ενέργειές του.

Αποκαμωμένος κάθισε στο γραφείο και της έγραψε… ‘Δεν ξέρεις τι κάνεις. Ο μικρός τυμπανιστής ξόδεψε πολλά, πολλά χρόνια μέχρι να συμφιλιωθεί με την ήττα του’. Τότε εκείνη μαλάκωσε. Άπλωσε το χέρι και του χάιδεψε τα μαλλιά. Τον πήρε αγκαλιά και τον στήριξε να σηκωθεί. Αλλόκοτο! Μέσα στην στέπα της ύπαρξης του ξεπήδησε μια μικρή σπίθα. Και μέρα με τη μέρα μεγάλωνε. Γινόταν φλόγα. Μεγάλη, λαμπερή φωτιά. Η στέπα άρχισε να θολώνει. Να διαλύεται μέσα σε μια ζεστή, υγρή ομίχλη. Ο τόπος πρασίνιζε, ‘να ένα δέντρο…’. Και πιο κει μια συστάδα θάμνων. Και χορτάρι. Και λουλούδια. Και ουρανός πάνω, κυανός, όχι αυτό το αρρωστιάρικο καφετί που είχε σκεπάσει τη ζωή του. Και ήταν σχεδόν σίγουρος πως όπου να ναι θα ξεπροβάλει πίσω από τα παγωμένα, σκοτεινά όρη ο ήλιος. Από ποτέ είχε να δει τον ήλιο; Αιώνες…

Μα ναι ήταν ολοφάνερο. Χάραζε. Αξίζει να δεις για άλλη μια φορά την ανατολή έστω κι αν σε σκοτώσει… Αφέθηκε.

Μα εκείνη άλλαξε. Έδειξε ταραγμένη. Φοβισμένη. Τη στιγμή ακριβώς που της άπλωσε το χέρι αυτή τρομοκρατήθηκε. Έκανε δυο βήματα πίσω και απότομα γύρισε την πλάτη και το ‘βαλε στα πόδια. Είχε μείνει με το χέρι απλωμένο, σαστισμένος. Άναυδος.

‘Μη φεύγεις τώρα που βγαίνει ο ήλιος’ ψιθύρισε. Έτρεξε ύστερα από πίσω της. Την βρήκε. ‘Μη φεύγεις τώρα…’. Εκείνη παραδέχτηκε ότι η αντίδραση της ήταν ανόητη. Φοβήθηκε χωρίς λόγο, είπε. Θα μείνει για την ανατολή.

Από τότε κάθισε δίπλα στην πόρτα, απέναντι του και δεν μιλούσε. Σιγομουρμούριζε μόνο ένα μελαγχολικό, μονότονο νανούρισμα. Της γέλαγε, της θύμωνε, την έλεγε πόσο την αγαπούσε. Τίποτα. Εκείνη καθόταν δίπλα στην πόρτα και σιγοτραγουδούσε. Και κάθε που έκανε να την πλησιάσει άνοιγε την πόρτα και ετοιμαζόταν να πεταχτεί έξω. Κι έτσι ξανακαθόταν απέναντι της, στην απόσταση που η ίδια είχε ορίσει για ασφάλεια.

Και περνούσαν οι μέρες και ο ήλιος δεν έβγαινε. Κι αντί γι αυτό άρχισαν να ξεραίνονται τα δέντρα και τα λουλούδια που τόσο άφρονα είχαν φυτρώσει. Και ο ουρανός έπαιρνε πάλι αργά, μα σταθερά εκείνο το σταχτί χρώμα που είχε ανέκαθεν… ‘Μη φεύγεις τώρα που θα βγει ο ήλιος’ επαναλάμβανε, αλλά πια ήταν παραδομένος. Και η απόσταση μεγάλωνε ανάμεσα τους και μεγάλωνε ολοένα…είχε πια αποκατασταθεί η οικεία του στέπα σε όλη τη φοβερότητα και την παγωμάρα της.

Η φωτιά τρεμόσβηνε. Για να την προστατεύσει την κατάπιε. ‘Εκεί, μέσα στο στομάχι μου’ σκέφτηκε, ‘δεν θα κινδυνεύει η μικρή μου φωτίτσα από κανέναν κακόβουλο αέρα’. Και τον έκαιγε, ω θε μου, πόσο τον έκαιγε, αλλά έσφιγγε τα δόντια και κρατιόταν να μην ουρλιάξει. Νόμιζε πως όσο η φωτιά καίει υπήρχε ελπίδα εκείνη να συνέλθει. Να ανοίξει πάλι την αγκαλιά της και να τον τυλίξει για πάντα.

Η απόσταση μεγάλωνε, ωστόσο η φωτιά δυνάμωνε μέσα του και τον πόναγε! Ήταν ανυπόφορο. Την παρακάλεσε, έκλαψε, φώναξε, ικέτεψε ‘μη μου φεύγεις’. Καμιά απόκριση. Μόνο αυτό το μονότονο νανούρισμα που του τρύπαγε τ’ αυτιά, βούιζε ανυπόφορα στο κεφάλι του, του στέγνωνε το μυαλό.

Πέρασαν έτσι μήνες παράνοιας, πόνου και διαψεύσεων. Μέχρι που μια μέρα εκείνη σταμάτησε το τραγούδι. Την κοίταξε απορημένος. Είχε μείνει ασάλευτη. Ασάλευτη, ίδια πέτρα. Ψυχρό, αμετάβλητο μέταλλο. Είχε ένα δάκρυ στο μάγουλο. Από ώρα κοκαλωμένο. Την πλησίασε και την άγγιξε. Ήταν κρύα και άκαμπτη σαν νεκρή. Δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυα του. ‘Μη μου φύγεις’ ψιθύρισε ‘κοίτα’ κι έδειξε προς τον σκοτεινό σταχτή ορίζοντα, ‘εκεί είναι ο ήλιος. Σε λίγο θα βγει…μη μου φεύγεις…’

Έσκυψε στα απολιθωμένα της χείλια. Πήρε μια πολύ βαθιά ανάσα και με όση αντοχή του είχε απομείνει φύσηξε μέσα της δυνατά. Πολύ δυνατά. Και η φωτιά ξεκόλλησε από το στομάχι του. Ανέβηκε στο στήθος. Στο λαρύγγι του, πλημμύρισε το στόμα του και ξεχύθηκε βίαια στο παγωμένο της σώμα…

Είναι κάτι αιώνες τώρα που περιμένει υπομονετικά να ξυπνήσει από τον λήθαργο της. Ό,τι είχε της το ’δωσε. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο, μόνο να περιμένει. Έχει καθίσει απέναντι της, πολύ κοντά, της χαϊδεύει το κεφάλι και σιγομουρμουρίζει το μελαγχολικό, μονότονο νανούρισμά της… και ο ήλιος ακόμη να φανεί…

3 comments:

Ναυσικά Α. said...

Τότε σε είδα, όταν η νύχτα ξεκίνησε τη βάρδια της.
Τα μάτια σου έκαιγαν μονάχα τα δικά μου. Ετρεχες να μ'αγκαλιάσεις. Φώναζες τ'όνομά μου τόσο δυνατά που ξύπνησες τα ρίγη στο κορμί μου.
Τι; Τι σ'έκανε να γυρίσεις;
Ετρεχες και με κοίταζες. Φώναζες και έτρεχες.
Ησουν τόσο όμορφος, τόσο λαμπερός...
Φώτιζες το στενό σοκάκι.
Ακόμη και τ'αστέρια ζήλευαν την λάμψη σου
Ανοιγα την αγκαλιά μου να σε δεχτώ, μα φοβόμουν... Με φώναζες Αγάπη...
Εμένα; Eσένα.
Εμένα; Εσένα!
Και η φωνή σου διέλυσε το φόβο.
"Ναι. Εγώ είμαι, η αγάπη σου."
Και το στενό έγινε δρόμος. Και ο δρόμος έγινε πλατεία. Και η πλατεία χώρα. Και η χώρα σύμπαν.
Μάκραιναν τα χέρια μου να σε χωρέσουν.
Σήκωναν οι ανάσες μας αέρα, και στροβιλίζονταν τα πάντα. Ωθούσαν τους πλανήτες να γυρνούν.
Μ'έσφιγγες και έκλαιγες...
"Αγάπη", φώναζες.
"Ναι, αυτό είναι το όνομά μου για σένα".
Ξανά-ήρθες, ξανά-γύρισες.
Μην ξανά-φύγεις.
Κι η αγκαλιά μου έγινε μήτρα να αναγεννηθούμε.
"Γιατί γύρισες;"
"Για τα μάτια σου που δεν έπαψαν να μου χαμογελούν... Γιά την αγκαλιά σου που πάντα με χωράει... Εσύ, γιατί με δέχτηκες;"
"Γιά τα μάτια μου που τα κάνεις να χαμογελούν, και για την αγκαλιά μου που πάντα κράταγε χώρο για την δική σου........."

Anonymous said...

Λείπεις...

Anonymous said...

Πότε θα ξαναπέσουμε ο ένας στην παρουσία του άλλου; Πότε θα ξεχάσει ο ένας τον άλλον καλύτερα;

............
Λείπεις.-