Saturday, July 16, 2011

Η μηλιά του Νικόλα

Ο Νικόλας ακούμπησε το σώμα του στον χοντρό κορμό της μηλιάς. Ο ίδιος την είχε φυτέψει, είκοσι χρόνια πριν, ακριβώς έξω από την σιδερένια αυλόπορτα του σπιτιού. Έβγαλε το σακουλάκι με τον καπνό του και έστριψε επιδέξια ένα τσιγάρο. Το άναψε και τράβηξε μια βαθιά τζούρα. Ύστερα φύσηξε δυνατά προς τα πάνω παρατηρώντας τα παιχνιδίσματα του καπνού στο ασθενές φως της ημισελήνου.

Κοίταξε το σπίτι. Ήταν ολοφώτιστο και δυνατή μουσική ακουγόταν από το σαλόνι.

‘Βράδυ χαράς’, σκέφτηκε, χαμογελώντας πικρά.

Θυμήθηκε την πρώτη φορά που διάβηκε αυτό το κατώφλι. Ήταν 25 χρονών όταν συνάντησε την Ελένη. Κι έμεινε έκθαμβος από την ομορφιά της. Λίγο μικρότερή του εκείνη, με αγγελικό πρόσωπο και φωτεινά μελιά μάτια, σαγηνευτικά παρά την ψυχική κούραση που εξέπεμπαν. Η Ελένη ήταν παντρεμένη με τον Σέργιο. Είχαν μόλις πριν ένα χρόνο εγκατασταθεί στην Αθήνα, μετανάστες από την πρώην Σοβιετική Ένωση, μαζί με τα δυο τους κοριτσάκια. Το ένα 4 χρονών και το άλλο κάτι λιγότερο από 2. Ο Σέργιος βρήκε αρχικά δουλειά ως οδηγός φορτηγού, όμως το κουσούρι του αλκοολισμού που κουβαλούσε δεν τον άφηνε να στεριώσει πουθενά. Άλλαξε δυο ή τρεις εργοδότες, αλλά σύντομα, βλέποντάς τον στουπί στο μεθύσι τον έδιωχναν κακήν κακώς. Μέχρι που όλοι τον έμαθαν καλά και κανείς δεν τον ήθελε. Η ανέχεια τον οδηγούσε ακόμη πιο βαθιά στο αλκοόλ και η ζωή του γινόταν ολοένα και πιο ανυπόφορη. Βυθισμένος σ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο της παρακμής, έχανε κάθε μέρα και περισσότερο τον εαυτό του.

Γύριζε αργά τη νύχτα σπίτι, σε κακά χάλια. Ξεσπούσε πάνω στην Ελένη. Τη χτύπαγε, την έβριζε λες και ήταν υπεύθυνη για την ανημποριά του. Εκείνη έκανε υπομονή, για τα παιδιά όπως έλεγε, στην πραγματικότητα όμως επειδή ήταν πολύ ερωτευμένη μαζί του ώστε να τον αφήσει. Άλλωστε η εικόνα ενός μέθυσου και βίαιου συζύγου ήταν πολύ γνώριμη στην ίδια. Παρόμοιες καταστάσεις γνώρισε κι απ’ τον πατέρα της στην παιδική της ηλικία. Αυτές ήταν οι συνθήκες και στις περισσότερες οικογένειες στην κλειστή κοινωνία που μεγάλωσε.

Μοιραία ο Σέργιος έμπλεξε με τα ναρκωτικά. Ήταν ο μόνος τρόπος γα να κερδίσει λίγα χρήματα ώστε να εξασφαλίσει το καθημερινό του μεθύσι. Όσο για τις ανάγκες της οικογένειας, δεκάρα δεν έδινε, και καθώς της απαγόρευε κιόλας αυστηρά να εργαστεί, η Ελένη μηχανεύονταν χίλιους τρόπους για να βρίσκει ένα φτωχικό πιάτο φαΐ για τα παιδιά της.

Κι ένα πρωί, η αστυνομία χτύπησε την πόρτα τους και συνέλαβε τον άντρα της. Είκοσι χρόνια κάθειρξης έφαγε στο κεφάλι ο Σέργιος, καθώς κατηγορήθηκε ως έμπορος ναρκωτικών, και η Ελένη αντελήφθη ότι τα πράγματα ήταν πλέον πολύ δύσκολα για την ίδια και τα κορίτσια της.

Τότε εμφανίστηκε ο Νικόλας. Ωραίο παλικάρι. Δεν ήξερε πολλά γράμματα ούτε όμορφα λόγια, αλλά ήταν εργατικός, τίμιος και με ένα καθάριο βλέμμα που έκανε μια γυναίκα να αισθάνεται ασφαλής.

Δεν πέρασε ούτε ένας μήνας από τη γνωριμία τους και ήρθε κι εγκαταστάθηκε στο σπίτι των άτυχων γυναικών. Τη λάτρεψε την Ελένη, ο Νικόλας. Και τα κορίτσια το ίδιο. Τα μεγάλωσε σα δικά του παιδιά. Παρά το πενιχρό μεροκάματό του τίποτα ποτέ δεν τους έλειψε. Τα μόρφωσε, τα σπούδασε, τα προίκισε. Η μεγάλη, η Αναστασία σπούδασε φαρμακοποιός και παντρεύτηκε μ’ ένα συνάδελφό της. Άνοιξαν φαρμακείο και μπόρεσαν να φτιάξουν πολύ καλά τη ζωή τους. Η δεύτερη, η Θεοδώρα, σπούδασε δασκάλα και περίμενε τον διορισμό της.

Τίποτα δεν κράταγε για τον εαυτό του ο Νικόλας. Όλα του τα έσοδα πήγαιναν για τον ιερό του σκοπό. Να βλέπει τις γυναίκες του να χαμογελούν, όπως έλεγε. Αυτό ήταν η ανταμοιβή του. Με την Ελένη δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δεν υπήρχε λόγος. Κι εκείνη ποτέ δεν βρήκε σημαντικό το να πάρει διαζύγιο από τον Σέργιο. Τον επισκεπτόταν που και που στη φυλακή τα πρώτα χρόνια. Με τον καιρό σταμάτησε να πηγαίνει και μάθαινε νέα του τυχαία μόνον, από πληροφορίες κοινών γνωστών…

Ο Νικόλας τράβηξε μια τελευταία βαθιά τζούρα από το τσιγάρο του. Τράβηξε το βλέμμα του από τα φωτισμένα παράθυρα του σπιτιού που πέρασε τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του. Απόψε ο Σέργιος είχε αποφυλακιστεί. Όπως τον ενημέρωσε η Ελένη, ήταν φυσικό για έναν άντρα, μετά από τόσα χρόνια να γυρίσει σπίτι του. Ο Νικόλας έπρεπε να καταλάβει ότι δεν μπορούσε να συνεχιστεί πλέον η συμβίωσή τους. Τον ευχαρίστησε για όλα όσα έκανε για την ίδια και τα παιδιά της και μετά του ζήτησε ήρεμα να φύγει.

Πέταξε το αποτσίγαρο χάμω και το πάτησε με άχτι. Σκούπισε τα βουρκωμένα μάτια του και γύρισε την πλάτη τραβώντας τον δρόμο του…

1 comment:

Candy Quackenbush said...

καιρο ειχα να σε "διαβασω", σε ειδα στον υπνο μουν πριν μερες (οτι θυμαμαι χαιρομαι θα μου πεις)... ευχομαι να εισαι καλα..

Στελλα